Νομικά θέματα - Θεματολογία



"ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΟΥ"
μου είπε ένας κύριος που ήθελε να χωρίσει (ΑΡΘΡΟ/VIDEO)


👉 Top 16 συμβουλευτικά άρθρα για ΔΙΑΖΥΓΙΟ & ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

live-chat,ζήσε την εμπειρία ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ!

"Η οικογένεια σας αξίζει το καλύτερο
και είναι η πρώτη μας προτεραιότητα"
(podcast)

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ


🤝 Καλωσήλθες στο blog μου. Το blog δημιουργήθηκε για την ενημέρωσή σου και ελπίζω να σε βοηθήσει. 📈 ΠΑΝΩ ΑΠΟ 💥 813 ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΔΙΑΖΥΓΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΑ, ΑΣΤΙΚΑ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. 📚 Εδώ θα βρεις πολύτιμη βοήθεια γύρω από νομικά ζητήματα, διαζύγιο και οικογενειακό δίκαιο. 💗 Επισκεφθείτε το κανάλι μου στο youtube και εγγραφείτε! Είμαστε εδώ για σένα κάθε μέρα, όταν μας χρειαστείς!

Μάχιμη δικηγορία πάνω από 34 χρόνια
Το δικηγορικό γραφείο μας λειτουργεί
συνεχώς από το έτος 1990.
"Τι σου προσφέρουμε!"
(podcast)

👉 Για να σας ευχαριστήσουμε, γιατί σημαίνετε πολλά για εμάς, αν είστε πιστός αναγνώστης του blog μας και κάτοικος Νομού Καβάλας και θέλετε ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ μπορούμε να το αναλάβουμε έως 31/12/24 μόνο για σας με τον γρηγορότερο και καλύτερο τρόπο! ⏳Περιορισμένη διαθεσιμότητα μόνο για 3 συναινετικά διαζύγια. Καλέστε μας τώρα για περισσότερες πληροφορίες..


🔎 Φωνητική αναζήτηση
μικρόφωνο, φωνητική αναζήτηση, δικηγορος διαζυγιων

* Μετά την αναζήτηση στο τέλος πατήστε το link "Επόμενες αναρτήσεις"
ή το δεξί βέλος ▶️ (σε κινητά)
για να δείτε και τα λοιπά αποτελέσματα.
➤ Εμφάνιση αποτελεσμάτων φωνητ. αναζήτησης κάτω από εδώ 👇


10.5.15

Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών | Νομολογία

Απόφαση δικαστηρίου γιά Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών

Απόφαση Α.Π. / (απόσπασμα)
 ".... Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος". Ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας νοείται η πράξη που "καθιστά τη διεξαγωγή της συγκοινωνίας μη ασφαλή, δημιουργώντας συνθήκες που καθιστούν τη συνέχιση της ασφαλούς κίνησης αδύνατη ή πολύ δυσχερή, που καθιστούν δηλαδή τη συγκοινωνία επικίνδυνη". Στο μέτρο που η κίνηση στους δρόμους ούτως ή άλλως περικλείει κινδύνους, η έννοια της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στοιχειοθετείται όταν η πράξη έχει ως αποτέλεσμα την επαύξηση του συνηθισμένου κινδύνου που ενυπάρχει σε κάθε κίνηση στους δρόμους.


 Η διάταξη προστατεύει κυρίως την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας. Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί μόνο η διατάραξη -όταν δηλ. δημιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της άνω συγκοινωνίας- αλλά πρέπει, επί πλέον από αυτή να μπορεί να προκύψει κίνδυνος (θανάτου ή σωματικής βλάβης) για άνθρωπο (ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος). Η ελεγχόμενη πράξη διατάραξης μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση ή, αντιθέτως, να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξ αιτίας της εντάσεως, ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Κάθε επικίνδυνη παρατεινόμενη συμπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόμους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς μέθης, κακή συντήρηση του κινούμενου οχήματος, υπερβολική ταχύτητα, υπερφόρτωση του αυτοκινήτου, κακή πρόσδεση του φορτίου σε καρότσες φορτηγών ή πορτ- μπαγκάζ αυτοκινήτων κλπ.) αποτελεί καθαυτή αξιόποινη πράξη διατάραξης, κατά την ανωτέρω έννοια, διότι:

 α) θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού επί της οποίας κινείται το όχημα και β) δημιουργεί με την κίνησή του στους δρόμους έναν εν δυνάμει κίνδυνο για αόριστο αριθμό προσώπων, αφού η πιθανή πτώση του φορτίου από την αστάθεια του φορτηγού κλπ. μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση σε αυτό άλλων αυτοκινήτων και την προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αόριστου αριθμού ατόμων. Υποκείμενο του αδικήματος της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών μπορεί να είναι όχι μόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου ή άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με την κίνησή του, όπως οι ιδιοκτήτες του, αλλά και όσοι έχουν υποχρέωση ελέγχου της ασφαλείας του αυτοκινήτου του τρόπου φορτώσεως του και του φορτίου του, την οποία παραβιάζουν. Υποκειμενικώς δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Με άμεσο δόλο, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, ενεργεί όποιος επιδιώκει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της πράξεως ή παραλείψεώς του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως ενδεχόμενο το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η απαιτούμενη κατά τον νόμο πρόθεση, πρέπει να καλύπτει, όχι τον θάνατο ή τη σωματική βλάβη, ή ακόμη τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα είτε των επιβατών του συγκοινωνιακού μέσου, είτε των χρησιμοποιούντων την οδό, αλλά τη διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας και τη δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου από αυτήν. Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχομένου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά τούτο, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας "της αποδοχής" του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Εξ άλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η "ελπίδα" και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ' αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο καθ' όσον, η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά τούτο, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει. (ΑΠΟλ 4/2010). Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχομένου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πίστη ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 28 ΠΚ, όπως θα λεχθεί κατωτέρω, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και ενδεχομένου δόλου, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό στοιχείο και των δύο. Δηλαδή ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια μοιάζουν στο γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο, αφού και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης πιθανολογεί την επέλευση του αποτελέσματος. Διαφέρουν όμως ριζικά στο βουλητικό στοιχείο, διότι στην ενσυνείδητη αμέλεια ο δράστης αποκρούει εσωτερικά το αποτέλεσμα, ενεργεί όμως, γιατί εσφαλμένα πιστεύει ότι θα το αποφύγει, ενώ στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή της παράλειψής του δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Ώστε λοιπόν ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει το αποτέλεσμα ως πιθανό (ενδεχόμενο) και το αποδέχεται, υπό την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή συμβιβάζεται με αυτό, δηλαδή προχωρεί στην επιδίωξη του στόχου του παρά τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του, αδιαφορεί για την τύχη του εννόμου αγαθού, ενώ συγχρόνως δεν έχει λόγους να πιστεύει σε μια επιτυχή έκβαση του πράγματος και στη μη επέλευση του αποτελέσματος. 

 Σ' ότι αφορά ειδικά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, για την κατάφαση του δόλου αρκεί να γνωρίζει και να αποδέχεται ο δράστης, έστω κι ως ενδεχόμενο, ότι παραβιάζει τους κανόνες ασφαλούς φόρτωσης και κίνησης και ότι από την παραβίαση αυτή μπορεί το αυτοκίνητο να εκτραπεί της πορείας του και να συγκρουσθεί με άλλο όχημα, η ανατραπεί ή να πέσει το φορτίο και να δημιουργηθεί έτσι κίνδυνος ανθρώπου. Όταν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, κατά την κατωτέρω έννοια και διακρίσεις αυτής, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με φυλάκιση. Τέλος παραυτουργία υπάρχει, όταν, στον ίδιο τόπο και χρόνο λαμβάνει χώρα δράση περισσοτέρων μη συναιτίων, δηλαδή η παραυτουργία προϋποθέτει ταυτότητα πράξης, όχι όμως και συναπόφαση των δραστών, σε τρόπο ώστε να υπάρχει μόνο το αντικειμενικό στοιχείο, χωρίς την ύπαρξη κοινού δόλου και ο καθένας ευθύνεται για το εγκληματικό αποτέλεσμα που προέκυψε με δική του ενέργεια ή παράλειψη. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, ή μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η διάταξη αυτή προβλέπει το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα, το οποίο θεωρείται υφιστάμενο οσάκις αυτός που παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση αποτελέσματος, ανήκοντος στην αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος τελέσεως, τιμωρείται όπως αυτός που δι' ενεργείας παρήγαγε το αποτέλεσμα, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος τελέσεως.

 Πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος, δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόστασή του τελείται όχι μόνο δι' ενεργείας, αλλά και δια παραλείψεως, που εξομοιώνεται νομικώς με την δι' ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη (αρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδρομή της ανωτέρω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου (ΑΠΟλ4/2010, ΑΠ 1530/2008). 

 2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, 302§1 και 314§1 ΠΚ συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση, στο μεν έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια συνίσταται στην πρόκληση θανάτου άλλου, στο δε έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια η αξιόποινη συμπεριφορά συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται να βεβαιώνονται όλα τα στοιχεία της αμέλειας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 28 ΠΚ ως προς την πρόκληση του θανάτου και των σωματικών κακώσεων ή βλαβών. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμέλειάς του. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 14§2, 15 και 28 ΠΚ προκύπτει ότι, εφόσον η ανθρωποκτονία από αμέλεια και η σωματική βλάβη από αμέλεια είναι εγκλήματα ουσιαστικά ή αποτελέσματος μπορούν να τελεσθούν είτε με ενέργεια, η οποία συνιστά τη θετική εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε με παράλειψη, η οποία συνιστά την αρνητική τοιαύτη. Σε περίπτωση που η ανθρωποκτονία τελείται με παράλειψη ή αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ δηλ. ο δράστης να μην προβαίνει σε ενέργεια που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να πράξει και η παράλειψη αυτή να αποτελεί αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος. Για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ήδη προαναφέρθηκε. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατά την εκτέλεση χερσαίας εμπορευματικής μεταφοράς επιβάλλει στα πρόσωπα, που καθ' οιονδήποτε τρόπο εμπλέκονται σ' αυτήν, πέραν των άλλων διατάξεων που θα αναφερθούν παρακάτω:

 α) η διάταξη του άρθρου 32§§1,2,3,5,8 ΚΟΚ (βλ. ήδη και άρθρα 3 και 4 Ν. 3446/2006) που ορίζει ότι το μικτό βάρος του οχήματος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος του, ότι το φορτίο πρέπει να τακτοποιείται και να στοιβάζεται κατά τρόπο ώστε να μην εκτίθενται σε κίνδυνο πρόσωπα, να μην προκαλούνται ζημιές από την πτώση αυτού στην οδό, να μην εμποδίζεται η οδήγηση του οχήματος, να μη μειώνεται η σταθερότητα αυτού, ότι τα εξαρτήματα (καλώδια, σχοινιά, αλυσίδες κλπ.) που χρησιμοποιούνται για εξασφάλιση του φορτίου πρέπει να σφίγγονται και να στερεώνονται καλά, ότι τα προεξέχοντα φορτία από το πίσω τμήμα του αυτοκινήτου πρέπει να επισημαίνονται με σταθερή προσαρμοσμένη πινακίδα και τέλος ότι τιμωρείται με τα ίδια πρόστιμα που τιμωρείται ο οδηγός ή ο κάτοχος όποιος συνεργεί στις υπερφορτώσεις β) η διάταξη του άρθρου 81§§13,15 ΚΟΚ που ορίζει ότι οι τροχοί των μηχανοκινήτων οχημάτων, των ρυμουλκούμενων κλπ. επιβάλλεται να φέρουν ελαστικά με ή χωρίς αεροθάλαμο ή άλλα ελαστικά ανάλογης αποτελεσματικότητας που να είναι σε τέτοια κατάσταση ώστε να εξασφαλίζονται συνθήκες ασφάλειας και η πρόσφυση, ακόμη και επί υγρού οδοστρώματος και ότι αυτοκίνητο όχημα, που μπορεί να υπερβεί τα 40 χ/ω σε ευθεία οδό, επιβάλλεται να είναι εφοδιασμένο με μετρητή ταχύτητας που να λειτουργεί σωστά, γ) η διάταξη του άρθρου 19§2 ΑΝ 412/36, η οποία ορίζει ότι ο κάτοχος ή ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου τιμωρείται με χρηματική ποινή αν το μεταφερόμενο ωφέλιμο φορτίο υπερβαίνει το ωφέλιμο φορτίο που αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας και ότι σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται η επί τόπου αφαίρεση της αδείας κυκλοφορίας και της αδείας οδήγησης που κατάσχονται αμέσως από την αρχή που βεβαιώνει την παράβαση δ) η διάταξη του άρθρου 53 Ν. 1591/86, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 11 Ν. 1959/91, η οποία ορίζει ότι τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο κάθε φυσικό πρόσωπο (και ως τέτοιο θεωρείται και ο υπεύθυνος βιομηχανίας) ή νομικό πρόσωπο που συνεργεί στην υπερφόρτωση φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσης κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 10% του μικτού βάρους του αυτοκινήτου, το οποίο χρησιμοποιεί συστηματικά για τη διακίνηση των παραγομένων ή εμπορευόμενων προϊόντων του, ε) η διάταξη του άρθρου 7§1 ΠΔ 17/96, που εκδόθηκε για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας σε σχετικές διατάξεις οδηγιών της ΕΟΚ, και ορίζει ότι ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα που να εξασφαλίζουν τόσο την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων της επιχείρησής του όσο και των τρίτων και στ) τη διάταξη του άρθρου 13 του με αριθμό 3821/20-12-1985 Κανονισμού της ΕΟΚ σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών που επιβάλει να έχουν φροντίσει οι ιδιοκτήτες του οχήματος για την καλή λειτουργία της συσκευής καταγραφής της ταχύτητας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης και για τον καταλογισμό μιας τελικά άδικης ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης σε ενοχή του δράστη απαιτείται, όπως λέχθηκε, να υπάρχει αμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 28 ΠΚ. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από τη διάταξη συνάγεται ότι η ποινική αμέλεια διακρίνεται σε συνειδητή και μη συνειδητή, συνειδητή δε είναι αν ο υπαίτιος πρόβλεψε ότι από τη συμπεριφορά του ήταν δυνατό να προέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν, ενώ μη συνειδητή αμέλεια υπάρχει αν ο υπαίτιος δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα, καίτοι όφειλε και μπορούσε να το προβλέψει, εφόσον είχε καταβάλει την προσήκουσα προσοχή, που κατ' αντικειμενική κρίση απαιτείται. Εάν δε στην επέλευση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης συντέλεσαν περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις διαφόρων προσώπων, τότε για τον προσδιορισμό της ευθύνης του καθένα σε σχέση προς το επελθόν αποτέλεσμα, γίνεται δεκτό, ότι εκείνη η πράξη ή παράλειψη του υποκειμένου είναι δυνατόν να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το αποτέλεσμα, όταν αυτή, από μόνη της ή μαζί με άλλη προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή η συμπεριφορά του υποκειμένου να υπήρξε ένας από τους πολλούς παραγωγικούς του αποτελέσματος όρους, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν, αδιάφορα αν συνέβαλαν σ' αυτό και άλλοι όροι όπως λ.χ. αμέλεια του παθόντα ή τρίτου. Διακοπή δε της αιτιώδους συνάφειας υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η παρεμβαλλόμενη συμπεριφορά του παθόντος ή του τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργή την αρχική συμπεριφορά του δράστη (Α.Π. 1441/2002).

 Συνεπώς, αν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια είναι απότοκο της αμέλειας πολλών, το κάθε πρόσωπο υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τα άλλα, κατά το λόγο της αμέλειάς του που αποδείχθηκε και εφόσον πάντως το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με αυτήν (ΑΠΟλ4/2010). 3. Αν από την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών επέλθει θάνατος ή σωματική βλάβη, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με αυτή, υπάρχει συρροή κατ' ιδέα του εγκλήματος αυτού και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια, αποτέλεσμα το οποίο οφείλεται σε αμέλειά του, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις αυτής (29 ΠΚ), αφού ο δόλος του, όπως η έννοια αυτού δόθηκε ανωτέρω, κατευθυνόταν στην τέλεση του βασικού εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Το αν όμως η συρροή αυτή είναι αληθινή ή φαινομένη, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις. Ειδικότερα έχουν, στην νομική επιστήμη και νομολογία, υποστηριχθεί δύο αντίθετες απόψεις: Α) Κατά τη μια η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών χερσαίων, θαλασσίων κλπ. από δόλο ή αμέλεια, συνιστά έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, που στρέφεται εναντίον αόριστου αριθμού εννόμων αγαθών, ατόμων δηλ. που χρησιμοποιούν τις συγκοινωνίες, χερσαίες, θαλάσσιες, αεροπλοΐα κλπ. Εάν από την πράξη αυτή του δράστη προκληθεί θάνατος ή σωματική βλάβη ενός ή περισσοτέρων ατόμων στοιχειοθετούνται επιπλέον τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματα βλάβης του εννόμου αγαθού της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων ατόμων. Η συρροή όμως ενός εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης με ένα έγκλημα βλάβης, κατά την άνω άποψη, είναι πάντα αληθινή εξαιτίας της ετερότητας των προσβαλλομένων εννόμων αγαθών. Β) Κατά την ετέρα άποψη η θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών αποτελεί έγκλημα εκ του αποτελέσματος δηλ. σύνθετο ιδιώνυμο έγκλημα και ότι τα εγκλήματα "εκ του αποτελέσματος", όταν τελούνται, συρρέουν φαινομενικά (και όχι αληθινά) με τα επιμέρους δύο εγκλήματα (δόλου και αμέλειας) που τα αποτελούν. Έτσι η ανθρωποκτονία από αμέλεια που αποτελεί παράλληλα και αυτοτελές έγκλημα χάνει την αυτοτέλειά της μπροστά στη θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών απορροφούμενη από αυτήν. Η διάταξη που θα εφαρμοστεί είναι αυτή του άρθρου του 290 παρ. 1β ΠΚ, που τιμωρεί την πράξη σε βαθμό κακουργήματος και όχι αυτή του άρθρου 302 ΠΚ, αφού η πρώτη περιλαμβάνει τη δεύτερη και συνεπώς την απορροφά. Φαινομένη ακόμη, κατά την άποψη αυτή, είναι η συρροή ανάμεσα στη σωματική βλάβη και στο από το αποτέλεσμα έγκλημα της θανατηφόρας διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, θαλασσίων κλπ. ή χερσαίων κατά περίπτωση. Τούτο δε διότι ο νομοθέτης έχει ακριβώς, λόγω της φύσης του εγκλήματος αυτού, συνεκτιμήσει την επέλευση περισσοτέρων του ενός θανατηφόρων αποτελεσμάτων και συνακόλουθα αν το αποτέλεσμα του κινδύνου από το παραπάνω έγκλημα (και γενικά από τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα) για άλλα πρόσωπα εξελίχθηκε σε θάνατο και για άλλα σε σωματικές βλάβες, οι τελευταίες απορροφώνται από το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο θανατηφόρο έγκλημα, αφού το έλασσον εμπεριέχεται στο μείζον. Κατ ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις: Όταν, επί διαταράξεως από δόλο (άμεσο ή ενδεχόμενο, κατά την ανωτέρω έννοια) της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, επέλθει θάνατος και σωματικές βλάβες, οπότε τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ, όπως αναλύθηκε ανωτέρω και για τον θάνατο και για τις σωματικές βλάβες, που αποτελούν, το έλασσον σε σχέση με αυτόν, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, γενικώς και αδιακρίτως, ότι υφίσταται φαινομένη συρροή μεταξύ των εγκλημάτων της διατάραξης της χερσαίας συγκοινωνίας από πρόθεση, που προβλέπεται και τιμωρείται, σε βαθμό κακουργήματος, από την διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 β, και εκείνων των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από αμέλεια, που τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα οι δεύτερες να απορροφώνται από την πρώτη, με την οποία μόνον θα τιμωρείται ο δράστης, αλλά τούτο πρέπει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα: α) Αν η από πρόθεση διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, με πράξεις ή παραλείψεις οφειλομένων ενεργειών και γενικότερα όπως αποδίδεται στον κατηγορούμενο, από μόνη της, χωρίς όμως να μεσολαβήσει άλλη αμελής συμπεριφορά αυτού, ανεξάρτητη αυτοτελής και μεταγενέστερη εκείνων ή εκείνης, με τις οποίες τελέσθηκε η διατάραξη, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ή τους θανάτους και τις σωματικές κακώσεις, θα εφαρμοσθεί μόνον η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη αυτή και όχι και εκείνες των άρθρων 302 και 314 ΠΚ, που προβλέπουν και τιμωρούν τα εγκλήματα των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από αμέλεια, τα οποία συρρέουν φαινομενικά με εκείνη και απορροφώνται από αυτή. β) Όταν όμως οι θάνατοι και οι σωματικές βλάβες προκλήθηκαν κατόπιν αυτοτελούς, ανεξάρτητης και πέραν εκείνης που προκάλεσε την διατάραξη αμελούς συμπεριφοράς, κατά την ανωτέρω έννοια, μετά της οποίας, όπως και με την προκαλέσασα την από δόλο διατάραξη, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια, τότε υφίσταται αληθινή συρροή μεταξύ της πράξεως που προβλέπει και τιμωρεί η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 β και εκείνων που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 302, 314 ΠΚ. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, λόγω της αληθινής κατ ιδέα συρροής των ανωτέρω εγκλημάτων, θα τύχουν εφαρμογής όλες οι ανωτέρω διατάξεις, κατά τις οποίες θα τιμωρηθεί ο δράστης, χωρίς να συντρέχει, κατά τα προλεχθέντα, περίπτωση διπλής τιμώρησης της αυτής πράξης. Το πότε υπάρχει τέτοια αμελής συμπεριφορά και σε ποιες πράξεις ή παραλείψεις συνίσταται αυτή, που την διαφοροποιούν, κατά την προαναφερθείσα έννοια, σε τρόπο ώστε να μη εντάσσεται στην συμπεριφορά που προκάλεσε την διατάραξη, είναι ζήτημα που πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι αξιόποινες πράξεις της κρινόμενης κάθε φορά υπόθεσης (ΑΠΟλ 4/2010, που εκδόθηκε στη παρεμφερή περίπτωση της διαταράξεως της θαλάσσιας συγκοινωνίας, όπου και παράθεση μειοψηφουσών γνωμών).

 Κατά την γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου και δη του Αρεοπαγίτη Παναγιώτη Ρουμπή έπρεπε να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: " Από το συνδυασμό των άρθρων 290 παρ.1 περ.β', 302 και 314 ΠΚ προκύπτει ότι μεταξύ της πράξης της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών στους δρόμους από την οποία επέρχεται θάνατος (πράξης τιμωρουμένης με κάθειρξη) και των πράξεων της εξ αμελείας ανθρωποκτονίας και σωματικής βλάβης υφίσταται φαινομένη συρροή, πρέπει δε στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του αυτού προσώπου για τα ως άνω εγκλήματα (κακούργημα και πλημμελήματα αντίστοιχα) και έχει καταδικασθεί ο δράστης από το Δικαστήριο της ουσίας γι'όλα τα ως άνω εγκλήματα, και έχει ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης, πρέπει ο Άρειος Πάγος, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ...του ΚΠΔ προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, να κάνει αυτόν δεκτό και να κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο των πλημμελημάτων των εξ αμελείας ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, για τα οποία είχε καταδικασθεί, κατ'εφαρμογή του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠΔ, απαλείφοντας από τις διατάξεις της καταδικαστικής απόφασης περί των ποινών τις επιβληθείσες ποινές που αφορούσαν τα ως άνω πλημμελήματα. Ειδικότερα στην περίπτωση τέλεσης του κακουργήματος του άρθρου 290 παρ.1 περ.β'του ΠΚ, το φερόμενο ως τελούμενο ταυτόχρονα, κυρίως από τις αυτές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά του αυτού προσώπου απορροφάται από το πρώτο (κακούργημα), αφού και στις δύο αυτές περιπτώσεις προσβάλλεται το ίδιο έννομο αγαθό, ήτοι η ανθρώπινη ζωή, η οποία άπαξ μπορεί να αφαιρεθεί και δεν μπορεί να νοηθεί στάδιο εγκληματικής συμπεριφοράς, έστω και ηπιότερης μορφής, κατά της ζωής του ίδιου προσώπου, το τέλος της οποίας επέρχεται με τη διάπραξη του βαρύτερου εγκλήματος του άρθρου 290 παρ.1 περ.β' του ΠΚ. Δήλον ότι με την παραδοχή ότι ο δράστης τέλεσε το έγκλημα του άρθρου 290 παρ.1 περ.β'του ΠΚ και κηρυχθεί ένοχος από το αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο για την πράξη αυτή δεν μπορεί ταυτόχρονα να κηρυχθεί ένοχος και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με θύμα τον ίδιο άνθρωπο και στην περίπτωση που έχει ασκηθεί δίωξη συγχρόνως και για τα δύο ως άνω εγκλήματα, πρέπει το Δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας το νόμο να δεχθεί ότι το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απορροφάται από το κακούργημα της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους, από την οποία επήλθε θάνατος, για το οποίο και μόνο θα καταδικάσει τον δράστη αυτόν. Έτσι δεν χωρεί διπλή ποινική αξιολόγηση από την προσβολή του ίδιου εννόμου αγαθού του ίδιου ανθρώπου, με το ίδιο αποτέλεσμα (θάνατό του). Τα ανωτέρω ισχύουν και επί ταυτόχρονης δίωξης και καταδίκης του αυτού δράστη για το κακούργημα του άρθρου 290 παρ.1 περ.β' του ΠΚ και του πλημμελήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρο 314 ΠΚ) που επέρχεται σε άλλα πρόσωπα εκτός του θανάτου ή θανάτων από τον ίδια πράξη της με πρόθεση διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους." Αντιθέτως υπάρχει αληθής κατ ιδέα συρροή μεταξύ των πράξεων που προβλέπουν και τιμωρούν οι διατάξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ και της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών από αμέλεια (290 παρ. 2 ΠΚ, ΑΠ 1576/2004).

 4. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά και ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή περιλαμβάνουν τα στοιχεία που κατά την οικεία διάταξη νόμου τους απαρτίζουν. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ούτε εκ του ότι το δικαστήριο εξαίρει κάποιο απ αυτά σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη τα υπόλοιπα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει, είτε από το σκεπτικό είτε από το σύνολο της αποφάσεως, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου. 

Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ, πραγματογνωμοσύνη είναι ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα και αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν πρόκειται για θέμα που απαιτεί ειδικές γνώσεις, όπως είναι και τα ζητήματα που απαιτούν ιατρικές ή τεχνικές γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη, τέτοια δε είναι και η ιατροδικαστική έκθεση, αν δεν μνημονεύεται στο προοίμιο του σκεπτικού, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο πρέπει να προκύπτει από το σύνολο του σκεπτικού ότι λήφθηκε υπόψη και εκτιμήθηκε από το δικαστήριο, ελευθέρως, σύμφωνα με το άρθρο 177 ΚΠΔ, με την έννοια ότι δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να αποδεχθεί το συμπέρασμά της. Η ελεύθερη όμως εκτίμησή της και η επ αυτής κρίση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να οδηγήσει και στην αναιτιολόγητη απόρριψη ή αποδοχή του αποτελέσματός της, αλλά το Δικαστήριο, ιδιαίτερα όταν δεν αποδέχεται το πόρισμα της, πρέπει να αιτιολογήσει την αντίθετη κρίση του, διαφορετικά η απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. ......"



* ΑΝ κάνεις αναζήτηση με λέξη κλειδί και θες να δεις περισσότερα διαθέσιμα αποτελέσματα πάτησε δεξιά το πράσινο κουμπί με το δεξί λευκό βέλος => μέχρι να βρείς αυτό που ψάχνεις στις εμφανιζόμενες αναρτήσεις



Πληροφορίες - Information

Η Φωτό Μου
Καβάλα, Kavala, Greece, Greece
Giagkoudakis Law Office - Greek Law office located in Kavala since 1990, offering quality legal assistance in all fields of law, mainly in divorce/family law, criminal and civil law. . Tel. +30 2510834031, +306945227120 giagkoud@yahoo.com dikigoros-diazygion.gr giagkoudakis-dikigoros.gr

"Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε άμεσα, πιστά και με συνέπεια".
Δικηγορικό Γραφείο Γιώργος Γιαγκουδάκης, Καβάλα (Βενιζέλου 34).

Διεκπεραίωση νομικών υποθέσεων από το 1990 κυρίως οικογενειακές (διαζύγια) αστικές, ποινικές υποθέσεις. 24ωρη Online Υποστήριξη giagkoud@yahoo.com Site- Βιογραφικό - gglaw.Για πληροφορίες για τις υπηρεσίες μας ή κλείσιμο ραντεβού καλέστε στο 2510834031 ή 6945227120

> ΑΠΟ MOBILE ΣΕ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ
> ΑΠΟ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΣΕ MOBILE ΠΡΟΒΟΛΗ