* Δημοσιεύτηκε 21/ 7/2014 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Σε συνέχεια του
α΄ μέρους που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη
βδομάδα ολοκληρώνουμε με το β΄ μέρος
του άρθρου για το έγκλημα της κατάχρησης
εξουσίας του άρθρου 239 Ποινικού Κώδικα. Με την υπ΄ αριθ.
1/2005 απόφαση της Ολομέλειας Αρείου Πάγου
κρίθηκε ότι:
" ..Για τη
στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της
καταχρήσεως εξουσίας με τη μορφή της
παράλειψης του υπαλλήλου να διώξει
κάποιον υπαίτιο, απαιτείται αντικειμενικά
μεν ο δράστης να ήταν αρμόδιος για την
άσκηση της ποινικής δίωξης, υποκειμενικά
δε δόλος αυτού που συνίσταται στη γνώση
ότι εκείνος για τον οποίο παραλείπει
τη δίωξη είναι υπαίτιος αξιόποινης
πράξης. Υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος
είναι και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών
ο οποίος κατά τα άρθρα 27 παρ. 1 και 43 ΚΠΔ
ασκεί την ποινική δίωξη στο όνομα της
πολιτείας. Το έγκλημα αυτό της κατάχρησης
εξουσίας διαπράττει ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών και με τη θέση της
μήνυσης ή της αναφοράς στο αρχείο και
τη σύνταξη και υποβολή της σχετικής
αναφοράς του στον Εισαγγελέα Εφετών
(κατ` άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ όπως τώρα ισχύει
η κατ` άρθρο 43 παρ. 1 εδ. β` ΚΠΔ όπως ίσχυε
προ της αντικατάστασης του με το άρθρο
5 του ν. 3160/2003), καίτοι τελεί εν γνώσει
ότι η μήνυση ή η αναφορά στηρίζεται στο
νόμο και δεν είναι προφανώς αβάσιμη,
άρα ότι υποχρεούται σε άσκηση της
ποινικής δίωξης, καθόσον η υποχρέωση
του αυτή ανακύπτει από το νόμο ακόμη
και όταν υπάρχουν απλές μόνο ενδείξεις
για τέλεση της μηνυόμενης αξιόποινης
πράξης ή υφίσταται ισχνή πιθανότητα να
ευδοκιμήσει η εναντίον του μηνυομένου
κατηγορία. Και ναι μεν η άσκηση ή μη της
ποινικής δίωξης συνιστά για τον Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική
αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό
χαρακτήρα.
Εξ αυτού δε έπεται ότι κατά
την άσκηση της αρμοδιότητας του αυτής
ο Εισαγγελέας απολαμβάνει της από το
Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 1, 2) και το νόμο
(άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ, άρθρο 24 παρ. 1 Ν.
1756/88) θεσπιζόμενης προσωπικής και
λειτουργικής ανεξαρτησίας και επομένως
η εσφαλμένη δικαιοδοτική κρίση του,
ακόμη και αν οφείλεται σε αμέλεια ή
ανεπάρκεια δεν δύναται να οδηγήσει στην
καθίδρυση της έννοιας της αξιόποινης
«παράλειψης». Όταν όμως ο Εισαγγελέας
Πλημμελειοδικών τελεί εν γνώσει, από
το περιεχόμενο της μήνυσης ή αναφοράς,
πολύ δε περισσότερο, από τα στοιχεία
της δικογραφίας, μετά προκαταρκτική
εξέταση που διέταξε (43 παρ. 2 ΚΠΔ) ότι
συντρέχουν οι νομικές και ουσιαστικές
προϋποθέσεις για την άσκηση στη
συγκεκριμένη περίπτωση της ποινικής
δίωξης, παρά ταύτα δε, σε αντίθεση με
τα στοιχεία αυτά, αυθαίρετα και με
αιτιολογία που αποκλίνει από την
αντικειμενική και προσωπόληπτη κρίση,
παραλείπει να πράξει τούτο, αρχειοθετώντας
τη σχετική μήνυση ή αναφορά, διαπράττει
το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας.
Το
εν λόγω έγκλημα, το οποίο, ως γνήσιο
παραλείψεως, είναι ανεπίδεκτο απόπειρας,
είναι τετελεσμένο με την αρχειοθέτηση
της μήνυσης ή αναφοράς αφού δι` αυτής ο
Εισαγγελέας παραλείπει τελειωτικά να
πράξει το οφειλόμενο από εκείνον, ήτοι
να ασκήσει την ποινική δίωξη και δεν
απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του
η οριστική ματαίωση της ασκήσεως της
ποινικής δίωξης με την έγκριση από τον
Εισαγγελέα Εφετών της αρχειοθετήσεως
στην οποία προέβη ο Εισαγγελέας
Πλημμελειοδικών. Και τούτο γιατί κάτι
τέτοιο θα ισοδυναμούσε με συνδρομή
εξωτερικού όρου του αξιοποίνου, τον
οποίο όμως η άνω διάταξη του Π.Κ. δεν
περιέχει. Περαιτέρω είναι χωρίς σημασία
για το τετελεσμένο του εγκλήματος ότι
τελικά η ποινική δίωξη ασκήθηκε με
παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών, επειδή
ο τελευταίος διεφώνησε με την αρχειοθέτηση
της υπόθεσης, όπως επίσης είναι αδιάφορο
αν παρά την παράλειψη του δράστη ο
υπαίτιος τελικά τιμωρήθηκε.".
Η περίπτωση της
τέλεσης της καταχρήσεως εξουσίας υπό
τη μορφή της πρόκλησης απαλλαγής του
υπαιτίου από την τιμωρία δεν προϋποθέτει
την προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως,
γιατί ο όρος "απαλλαγή" τίθεται
εδώ με την "γενική" και όχι την
"ποινική" του σημασία (η οποία,
άλλωστε, κατά κυριολεξία, προϋποθέτει
απόφαση Δικαστηρίου ή βούλευμα Δικαστικού
Συμβουλίου), αφού πρόκληση απαλλαγής
από την τιμωρία νοείται καθ` οιονδήποτε
τρόπο (εκτός από την παράλειψη ασκήσεως
ποινικής διώξεως).
Υποκείμενο του
εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας,
που τελείται με τη μορφή της προκλήσεως
"απαλλαγής" του υπαιτίου από την
"τιμωρία", μπορεί να είναι, όχι
μόνον ο δικαιούμενος στην άσκηση ποινικής
διώξεως (όπως όταν το έγκλημα τελείται
υπό τη μορφή της παραλείψεως διώξεως),
αλλά και κάθε (γενικός ή ειδικός)
προανακριτικός υπάλληλος. "Ανάκριση"
νοείται και η προανάκριση και η
προκαταρκτική εξέταση, και επομένως
στην έννοια του "υπαλλήλου", στα
καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ανάκριση
των αξιόποινων πράξεων, εντάσσεται και
ο προανακριτικός υπάλληλος, όπως είναι
και ο αξιωματικός και υπαξιωματικός
της αστυνομίας, ο οποίος είναι, κατά το
άρ. 33 παρ. 1 ΚΠΔ, γενικός προανακριτικός
υπάλληλος.
Απαιτείται
άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση
της τελέσεως αξιόποινης πράξεως και
του υπαιτίου αυτής, καθώς και τη γνώση
ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά προκαλεί
την απαλλαγή του και τη θέληση να
προκληθεί η απαλλαγή αυτή (1118/2010 ΑΠ,
755/2006 ΑΠ).
Από τα παραπάνω
γίνεται αντιληπτό ότι τα υποκείμενα
του εγκλήματος της καταχρήσεως εξουσίας
έχουν μεγάλη ευθύνη για να επιτελέσουν
το έργο και τα καθήκοντά τους, όπως
ορίζει ο νόμος, μη καταχρώμενα κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους τη θέση και
την εξουσία που τους έδωσε η Πολιτεία,
καθόσον με το εν λόγω άρθρο 239 Π.Κ.
προβλέπονται αυστηρές ποινές (μέχρι
και κάθειρξης δέκα ετών) στους υπαιτίους
υπαλλήλους.
Ραντεβού το
επόμενο Σάββατο. Καλή βδομάδα και να
είστε όλοι καλά.
Γιώργος Π. Γιαγκουδάκης, Δικηγόρος Καβάλας
Διαζύγια - Ποινικά - Ιντερνετ
Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με το δικηγορικό γραφείο μου
επισκεφθείτε το site μας
Σχετικές αναζητήσεις: καταχρηση εξουσιας δημοσιου υπαλληλου,ορισμος,κατάχρηση εξουσίας εισαγγελέα, διευθυντη,νομος περι καταχρησης εξουσιας, διοικητικό δίκαιο,online, ποινή, παραγραφή, 239 π.κ.