* Δημοσιεύτηκε 14 /2 /2015 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Το έγκλημα είναι
πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη
της, η οποία τιμωρείται από το νόμο. Στην
έννοια του όρου πράξη περιλαμβάνονται
και οι παραλείψεις (άρθ. 14 Π.Κ.). Από τον
ορισμό αυτό του εγκλήματος προκύπτουν
τρείς αρχές: 1. Καμιά ποινή χωρίς νόμο,
2. καμιά ποινή χωρίς άδικο και 3. καμιά
ποινή χωρίς καταλογισμό. Για να
καταλογιστεί μια πράξη στο δράστη θα
πρέπει να έχει ικανότητα καταλογισμού,
δηλαδή ικανότητα να υπόκειται αυτός σε
μομφή.
Ικανότητα
καταλογισμού υφίσταται, όταν η συγκρότηση
της ψυχοπνευματικής προσωπικότητάς
του συγκεκριμένου ανθρώπου είναι εκείνη
που επιτρέπει με τη θέλησή του να
ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι έπραξε.
Για τον κανονικό και μέσο άνθρωπο
θεωρείται ότι υπάρχει ικανότητα
καταλογισμού. Ο νόμος ορίζει πότε δεν
υπάρχει αυτή η ικανότητα καταλογισμού.
Έτσι κατά το
άρθρο 34 του Π.Κ., η πράξη δεν καταλογίζεται
στο δράστη, αν, όταν τη διέπραξε, λόγω
νοσηρής διατάραξης των πνευματικών
λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης,
δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί
το άδικο της πράξης του (διανοητικό
πεδίο) ή να ενεργήσει σύμφωνα με την
αντίληψη του για το άδικο αυτό (βουλητικό
πεδίο). Κατά δε το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου
Κώδικα, αν εξαιτίας κάποιας από τις
ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται
στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς,
μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα
για καταλογισμό που απαιτείται κατά το
άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη
(άρθρο 83).
Από το Ποινικό
Κώδικα ακολουθείται η μικτή μέθοδος
δύο στοιχείων για τον αποκλεισμό της
ικανότητας καταλογισμού, όπου δεν αρκεί
απλά η ιατρική διάγνωση μιας πνευματικής
αρρώστιας αλλά και η εκτίμηση των
συνεπειών που επήλθαν στη διανοητική
ή βουλητική πλευρά της προσωπικότητας
του δράστη. Η μέθοδος αυτή επιβάλλει
συνεργασία ψυχιάτρου πραγματογνώμονα
και δικαστή σε περίπτωση νοσηρής
πνευματικής διατάραξης.
Η διατάραξη
πνευματικών λειτουργιών είναι δύο ειδών
είτε νοσηρή, είτε απλή. Ως νοσηρή διατάραξη
των πνευματικών λειτουργιών, νοείται
κάθε μορφή διατάραξης των πνευματικών
λειτουργιών από παθολογικά αίτια, όλες
οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας
υπό την ευρεία έννοια, δηλαδή κάθε
ασθένεια της διάνοιας, όπως είναι όλες
οι μορφές παραφροσύνης, ή φρενοβλάβειας
ή ολιγοφρένειας (ψυχώσεις, ψυχοπάθειες,
νευρώσεις, ιδιωτεία, ηλιθιότητα). Νοσηρή
διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών
προκαλούν πλην άλλων οι ψυχώσεις, οι
οποίες διακρίνονται σε τοξικές ψυχώσεις
(λ,χ. αλκοολική ψύχωση), σε οργανικές ή
εξωγενείς ψυχώσεις, οφειλόμενες σε
οργανικές βλάβες του εγκεφάλου (λ.χ,
όγκοι, κακοήθεις νεοπλασίες, τραυματικές
κακώσεις του εγκεφάλου, αρτηριοσκλήρυνση,
επιληψία) και σε ενδογενείς ή λειτουργικές
ψυχώσεις, των οποίων η σωματική αιτία
δεν είναι ειδικά εντοπισμένη, όπως
είναι ιδίως η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση
και η σχιζοφρένεια (ηβηφρενική, κατατονική
και σχίζοφρενική ψύχωση, παρανοϊκού
τύπου, με κύριο χαρακτηριστικό τις
ψευδαισθήσεις και της παραληρηματικές
ιδέες). Αυτές είναι αυτονόητο ότι θα
πρέπει να υφίστανται και να εντοπίζονται
κατά το χρόνο της τέλεσης της αξιόποινης
πράξης από τον δράστη.
Υπό τον όρο
διατάραξη συνειδήσεως περιλαμβάνονται
όλες οι ψυχικές διαταράξεις, οι οποίες
ΔΕΝ πηγάζουν από παθολογική κατάσταση
του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε
ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε
παροδικές οφειλόμενες, είτε σε φυσιολογικά
αίτια, είτε σε παθολογικά, όπως η μέθη
του ύπνου, η υπνοβασία, ο πανικός, ύπνωση,
ψυχική παραφορά, πυρετικό παραλήρημα,
οξεία μέθη από χρήση οινοπνεύματος ή
άλλων τοξικών ουσιών, πλήρης και οξεία
υπερκόπωση, το “λυκόφως της συνείδησης”,
η μεθυπνωτική υποβολή κ.λπ.. Εν προκειμένω
δεν υπάρχει πράξη γιατί λείπει το
στοιχείο της εκούσιας συμπεριφοράς.
Και εδώ ακολουθείται η μικτή μέθοδος
για τον αποκλεισμό ικανότητας για
καταλογισμό. Αν εξαιτίας κάποιας από
τις ανωτέρω ψυχικές καταστάσεις ο
δράστης δεν είχε την ικανότητα να
αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, κατά
το χρόνο που την τέλεσε, τότε αυτή δεν
του καταλογίζεται, ενώ αν συνεπεία των
ιδίων αυτών καταστάσεων, δεν είχε
εκλείψει εντελώς, είχε όμως μειωθεί
σημαντικά η ικανότητα του για καταλογισμό,
τότε κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του Π.Κ. του
επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη.
Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 36, η διάταξη της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπαίτιας μέθης. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί ελαττωμένης ικανότητας του για καταλογισμό, λόγω μέθης, πρέπει απαραιτήτως να προβάλλεται, εκτός των άλλων, και ότι η μέθη δεν είναι υπαίτια, ότι δηλαδή δεν οφείλεται σε πρόθεση ή αμέλεια του δράστη, αλλά σε τυχερό γεγονός ή ανώτερη βία και να προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η παραπάνω έλλειψη υπαιτιότητας αυτού. Η κατάσταση της «σημαντικά μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό» δεν αποτελεί ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ ικανών και εντελώς ανίκανων προς καταλογισμό, αλλά έχει την έννοια ότι ο δράστης της πράξης - πλήρως ικανός για καταλογισμό - πρέπει να καταβάλει πολύ μεγαλύτερη διανοητική και βουλητική προσπάθεια απ` ό,τι ο μέσος κοινωνικός άνθρωπος, προκειμένου να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του και να συμμορφωθεί με την αντίληψη του αυτή και για τον λόγο τούτο δεν απαλλάσσεται μεν, τυγχάνει όμως επιεικέστερης μεταχείρισης (7/2014 ΠΛΗΜΜ ΒΟΛ)
Η τοξικομανία
του εξαρτημένου χρήστη, δηλαδή εκείνου
που έχει αποκτήσει την έξη της
χρήσης ναρκωτικών
ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλλει
με δικές του δυνάμεις, δεν οδηγεί στην
έλλειψη της ικανότητας προς καταλογισμό,
αν δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες
στο άρθρο 34 Π.Κ. προϋποθέσεις.
Σύμφωνα με το
άρθρο 69 Π.Κ., αν κάποιος λόγω νοσηρής
διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών
του (34 Π.Κ.) ή κωφαλαλίας (33 παρ. 1 Π.Κ.),
απαλλάχθηκε από την ποινή ή τη δίωξη
για κακούργημα ή πλημμέλημα, για το
οποίο ο νόμος απειλεί ποινή ανώτερη από
έξι μήνες, το δικαστήριο διατάσσει τη
φύλαξη του σε δημόσιο θεραπευτικό
κατάστημα, εφόσον κρίνει ότι είναι
επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.
Ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια
χαρακτηρίζεται ο δράστης, όταν είναι
πιθανή η εκ μέρους του επανάληψη της
εγκληματικής του δραστηριότητας στο
μέλλον, τα δε αναμενόμενα ως τελεσθησόμενα
εγκλήματα είναι τέτοιας βαρύτητας, ώστε
η εξαιτίας του διατάραξη της έννομης
τάξης να θεωρείται σημαντική. (7/2014 ΠΛΗΜΜ
ΒΟΛ)
Αυτοτελείς
ισχυρισμοί είναι και οι ισχυρισμοί, οι
οποίοι θεμελιούνται στις διατάξεις των
άρθρων 34 και 36 Π.Κ. Για
την πληρότητα των ισχυρισμών των εν
λόγω άρθρων δεν αρκεί ο κατηγορούμενος
να επικαλεσθεί μόνο τις σχετικές
διατάξεις του Π.Κ, αλλά πρέπει να προβάλει
κατά τρόπο ορισμένο τα πραγματικά
περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνει
τη νοσηρή διατάραξη των πνευματικών
λειτουργιών ή τις παροδικές ψυχικές
διαταραχές, ώστε ο δικαστής, ύστερα από
αξιολόγηση και τυχόν αποδοχή αυτών να
κρίνει αν ο δράστης είναι ελαττωμένης
ικανότητας για καταλογισμό ως έχων εν
μέρει μόνον ικανότητα για διάκριση του
αδίκου και δυνατότητα συμμορφώσεώς
του, σύμφωνα με την αντίληψη του για το
άδικο αυτό μέχρι ενός ορισμένου βαθμού
και να οδηγηθεί στην κρίση περί επιβολής
μειωμένης ποινής. Τόσο στη θεωρία, όσο
και στη νομολογία γίνεται πάγια δεκτό
πως η γνωμάτευση του ψυχιάτρου
πραγματογνώμονα υπόκειται στην αρχή
της ηθικής απόδειξης του άρθρου 177
Κ.Π.Δ., στην αρχή της ελεύθερης εκτίμησης
των αποδείξεων. Τούτο σημαίνει ότι ο
δικαστής δεν επιτρέπεται να δεχθεί την
πραγματογνωμοσύνη άνευ ετέρου, αλλά θα
πρέπει να την εξετάσει και να λάβει θέση
είτε αποδεχόμενος αυτήν, είτε απορρίπτοντας
την με ουσιαστική αιτιολόγηση βασισμένη
σε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά,
που αποκλείουν εκείνα τα οποία οι
πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της
γνώμης τους. Στην περίπτωση ύπαρξης
βρασμού ψυχικής ορμής ο δράστης δεν
φθάνει σε κατάσταση διαταράξεως της
συνειδήσεως του, κατά την έννοια των
άρθ. 34 και 36 του Π.Κ., αποκλείουσα ή
μειώνουσα την προς καταλογισμό ικανότητα
του. Επί βρασμού ψυχικής ορμής υπάρχει
επιεικεστέρα μεταχείρισή του δράστη,
λόγω υπερδιέγερσης ενός συναισθήματος
που έχει εξελιχθεί σε τέτοια ψυχική
κατάσταση, ώστε να απέκλειε την δυνατότητα
αυτού να σταθμίσει τα αίτια που τον
ώθησαν στην τέλεση της πράξεως και
εκείνα που τον συγκρατούσαν από αυτήν.
Μη καταλογισμό της πράξης προβλέπεται
και σε άλλες περιπτώσεις ανεπαρκούς
ανάπτυξης των πνευματικών λειτουργιών
(νήπια, παιδιά) και επί κωφαλαλίας κατά
το άρθρο 33 Π.Κ..( Σχετική νομολογία 7/2014
ΠΛΗΜΜ ΒΟΛ, 173/2013 ΑΠ, 1339/2013 ΑΠ, 846/2012 ΑΠ,
18/2012 ΠΛΗΜΜ ΑΙΓΙΟΥ, 1177/2011 ΑΠ, 1214/2011 ΑΠ,
187/2011 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ, 789/2010 ΑΠ ).
Γιώργος Γιαγκουδάκης, Δικηγόρος Καβάλας
Διαζύγια - Ποινικά - Αστικά
Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με το δικηγορικό γραφείο μου
επισκεφθείτε το site μας
λέξεις κλειδιά: διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών, καμιά ποινή χωρίς καταλογισμό, Ικανότητα καταλογισμού, άρθρο 34 του Π.Κ, διατάραξη της συνείδησης, γνωμάτευση ψυχιάτρου πραγματογνώμονα