Αγωγή διατροφής ενηλίκου τέκνου κατά του πατέρα - Απόρριψη αυτής λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος - Νομολογία
Απόφαση 46/2010 ΜΠΡ ΑΡΤΑΣ (απόσπασμα )
Απο τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει ότι δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του. Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει, συμφωνά με το άρθρο 1493 του ΑΚ, όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Προϋπόθεση δηλαδή να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων η η αδυναμία του να μετελθει κατάλληλη εργασία. Δικαιούχος διατροφής είναι και εκείνος που, ενόψει των αναγκών της εκπαίδευσής του, δεν μπορεί να μετελθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του. Οι ανάγκες της εκπαίδευσης εξαρτώνται από τις λοιπές βιοτικές συνθήκες του δικαιούχου (ΑΠ 212/1999 ΕλλΔνη 40. 2043. ΕφΘεσ 2943/2005 ΝΟΜΟΣ).
free photo by https://pixabay.com
.................
Η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, αφού σκοπεί στην πάταξη παραβιάσεων των αρχών της καλής πίστης των χρηστών ηθών και την άσκηση του κάθε δικαιώματος σύμφωνα με τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του, ήτοι στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθτκότητας στις συναλλαγές, δεν αποκλείεται να εφαρμοστεί και σε δικαιώματα που πηγάζουν απο διατάξεις δημόσιας τάξης χωρίς να έχει επιρροή αυτό και μόνον το γεγονός ότι ο χαρακτήρας των διατάξεων αυτών είναι περισσότερο έντονος ή όχι, εφόσον η συμπεριφορά του δικαιούχου εμφανίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να υπερακοντίζει καταφανώς τα όρια που διαγράφονται ανωτέρω, πράγμα το οποίο δεν προϋποθέτει απαραιτήτως ότι από την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος δημιουργείται κατάσταση συνεπαγόμενη αφόρητες συνέπειες για τον οφειλέτη (ΟλΑΠ 569/1986 ΕλλΔνη 32. 796).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ, που συνιστούν κανόνες δημοσίας τάξης, σαφώς συνάγεται ότι μεταξύ ανιόντων και κατιόντων υπάρχει αμοιβαία υποχρέωση προς διατροφή, που απορρέει από το δεσμό της συγγένειας.
Στην έννοια της σχέσης της συγγένειας περιλαμβάνεται όχι μόνον το γεγονός ότι μεταξυ των δύο προσώπων υπάρχει η σχέση ότι το ένα γεννήθηκε από το άλλο, αλλά κυρίως ότι μεταξύ των προσώπων αυτών υπάρχει ο δεσμός της αγάπης, της στοργής και του αλληλοσεβασμού. Εκδήλωση των ανωτέρω στοιχείων αποτελεί η επιθυμία του ενός να επικοινωνεί με το άλλο, να προσφέρει στήριξη και συμπαράσταση σε καλές ή κακές στιγμές της ζωής του άλλου και να επιδεικνύει σεβασμό στην προσωπικότητά του. Στην κοινωνία η συγγενική σχέση που συνδέει τον ανιόντα με τον κατιόντα αποτελεί τον ιστό και το ηθικό υπόβαθρο της, απόρροια της δε (της συγγενικής σχέσης) είναι ότι και ο ένας να δικαιούται και ο άλλος να υποχρεούται να διατρέφει τον άλλον, όταν υπάρχει λόγος προς τούτο. Από το όλο πνεύμα των σχετικών διατάξεων του οικογενειακού δικαίου του Αστικού Κώδικα και ιδίως εκείνων που ρυθμίζουν τα του τρόπου της επικοινωνίας μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, προκύπτει οτι θέληση του νομοθέτη είναι ο δεσμός αυτός της συγγένειας να υπάρχει ακόμη και σε περίπτωση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, όταν οι σχέσεις των γονέων των τέκνων δεν είναι αρμονικές αλλά τεταμένες, ακόμη δε και εχθρικές (ΕφΠειρ 3/1996 Ε/λλΔνη 1996. 1392, ΜΠρΘεσ 22549/2009 Αρμ 2009. 1366).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ, που συνιστούν κανόνες δημοσίας τάξης, σαφώς συνάγεται ότι μεταξύ ανιόντων και κατιόντων υπάρχει αμοιβαία υποχρέωση προς διατροφή, που απορρέει από το δεσμό της συγγένειας.
Στην έννοια της σχέσης της συγγένειας περιλαμβάνεται όχι μόνον το γεγονός ότι μεταξυ των δύο προσώπων υπάρχει η σχέση ότι το ένα γεννήθηκε από το άλλο, αλλά κυρίως ότι μεταξύ των προσώπων αυτών υπάρχει ο δεσμός της αγάπης, της στοργής και του αλληλοσεβασμού. Εκδήλωση των ανωτέρω στοιχείων αποτελεί η επιθυμία του ενός να επικοινωνεί με το άλλο, να προσφέρει στήριξη και συμπαράσταση σε καλές ή κακές στιγμές της ζωής του άλλου και να επιδεικνύει σεβασμό στην προσωπικότητά του. Στην κοινωνία η συγγενική σχέση που συνδέει τον ανιόντα με τον κατιόντα αποτελεί τον ιστό και το ηθικό υπόβαθρο της, απόρροια της δε (της συγγενικής σχέσης) είναι ότι και ο ένας να δικαιούται και ο άλλος να υποχρεούται να διατρέφει τον άλλον, όταν υπάρχει λόγος προς τούτο. Από το όλο πνεύμα των σχετικών διατάξεων του οικογενειακού δικαίου του Αστικού Κώδικα και ιδίως εκείνων που ρυθμίζουν τα του τρόπου της επικοινωνίας μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, προκύπτει οτι θέληση του νομοθέτη είναι ο δεσμός αυτός της συγγένειας να υπάρχει ακόμη και σε περίπτωση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, όταν οι σχέσεις των γονέων των τέκνων δεν είναι αρμονικές αλλά τεταμένες, ακόμη δε και εχθρικές (ΕφΠειρ 3/1996 Ε/λλΔνη 1996. 1392, ΜΠρΘεσ 22549/2009 Αρμ 2009. 1366).
..............
Επομένως, η ανωτέρω συμπεριφορά της πρώτης ενάγουσας, εκτός του οτι καταδεικνύει περιφρόνηση προς τον πάτερα της και έλλειψη αγάπης και σεβασμού, υποδηλώνει τη σαφή και κατηγορηματική επιθυμία της να μη συνδέεται μαζί του με τη συγγενική σχέση με την οποία φυσικώς και νομικώς συνδέεται.
Εντούτοις, η πρώτη ενάγουσα ζητεί, με την κρινόμενη αγωγή της, να υποχρεωθεί ο πατέρας της να της καταβάλει διατροφή σε χρήμα, θεμελιώνοντας το δικαίωμά της αυτό, μόνο στο τυπικό γεγονός ότι γεννήθηκε απο τον εναγόμενο, με τον οποίο σήμερα δεν την συνδέει κανένα ουσιαστικό στοιχείο, απ` αυτά που υπάρχουν και προσδίδουν στη σχέση της συγγένειας πατέρα και κόρης την πραγματική της υπόσταση, αφού προς αυτόν έχει επιδείξει πλήρη αδιαφορία και περιφρόνηση, αν και δεν συνέτρεξε ανάλογη συμπεριφορά του πάτερα της προς την ίδια.
Υπό τα δεδομένα αυτά η πρώτη ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα διατροφής που έχει έναντι του εναγομένου πατέρα της, καθ` υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος αυτής, υπερακονίζοντας με την κακόπιστη συμπεριφορά της τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ.
Εντούτοις, η πρώτη ενάγουσα ζητεί, με την κρινόμενη αγωγή της, να υποχρεωθεί ο πατέρας της να της καταβάλει διατροφή σε χρήμα, θεμελιώνοντας το δικαίωμά της αυτό, μόνο στο τυπικό γεγονός ότι γεννήθηκε απο τον εναγόμενο, με τον οποίο σήμερα δεν την συνδέει κανένα ουσιαστικό στοιχείο, απ` αυτά που υπάρχουν και προσδίδουν στη σχέση της συγγένειας πατέρα και κόρης την πραγματική της υπόσταση, αφού προς αυτόν έχει επιδείξει πλήρη αδιαφορία και περιφρόνηση, αν και δεν συνέτρεξε ανάλογη συμπεριφορά του πάτερα της προς την ίδια.
Υπό τα δεδομένα αυτά η πρώτη ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα διατροφής που έχει έναντι του εναγομένου πατέρα της, καθ` υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος αυτής, υπερακονίζοντας με την κακόπιστη συμπεριφορά της τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ.
Γιώργος Π. Γιαγκουδάκης, Δικηγόρος Καβάλας
Διαζύγια - Ποινικά - Αστικά
Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με το δικηγορικό γραφείο μου
επισκεφθείτε το site μας
http://www.giagkoudakis.dom.gr