Αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων
στην προηγούμενη κατάσταση
Βάσει γενικής δικαιικής αρχής «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα». Η αρχή αυτή εξασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας που προστατεύεται συνταγματικώς.
Η διάταξη του άρθρου 152 § 1 ΚΠολΔ αποτελεί εξειδικευμένη εφαρμογή της εν λόγω αρχής στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου. Η νομολογία των αστικών δικαστηρίων μας δέχθηκε πάνω στην αρχή της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση -εν συνδρομή ανωτέρας βίας ή δόλου του αντιδίκου - και προς την αποφυγή απώλειας ενδίκων μέσων τα αμέσως ακόλουθα:
1. ".........Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 § 1, 151, 152 § 1 και 155 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η παρέλευση άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η πράξη αυτή. Ο διάδικος όμως, που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία, ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με αίτηση, υποβαλλόμενη με το ίδιο δικόγραφο της εφέσεως, ή με τις προτάσεις, ή με χωριστό δικόγραφο, αναφέροντας συγχρόνως τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν, να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα προς απόδειξη αυτών αποδεικτικά μέσα, τα οποία πρέπει να προσκομίσει προαποδεικτικώς ( ΑΠ 626/2001 Ελλ. Δνη 43. 1406).
Εν προκειμένω εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 19-4-2004 εκπρόθεσμη έφεση του εναγομένου κατά της ....../2003 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή διατροφής της ενάγουσας, και η υποβαλλομένη με το ίδιο δικόγραφο (της έφεσης) αίτηση του εκκαλούντος περί επαναφοράς των πραγμάτων (άρθρο 152 επ. ΚΠολΔ). Στην αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε μέσα στην νόμιμη προθεσμία του άρθρου 153 του ίδιου Κώδικα, αναφέρεται ότι η άσκηση της εκπρόθεσμης έφεσης οφείλεται σε ανώτερη βία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, και μνημονεύονται τα προς απόδειξη του λόγου αυτού αποδεικτικά μέσα, τα οποία και προσκομίζονται προαποδεικτικώς. Είναι συνεπώς η αίτηση παραδεκτή και νόμιμη και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την έφεση.
Ως ανώτερη βία στη διάταξη του παραπάνω άρθρου 152 νοείται το παρακωλυτικό της τηρήσεως της προθεσμίας γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με ενέργειες άκρας επιμέλειας και σύνεσης (Ολ. ΑΠ 29/1992 Ελλ. Δνη 33. 1445, ΑΠ 9/2004 Ελλ. Δνη 45. 751, ΑΠ 904/2002 Ελλ. Δνη 44. 1284, Α.Π. 1266/2001 Ελλ.Δνη 43.125). Τέτοιο γεγονός είναι και η αιφνίδια και απρόβλεπτη ασθένεια του διαδίκου υπό την προϋπόθεση ότι αυτός αδυνατεί λόγω της ασθένειάς του αυτής να ενεργήσει την επιβαλλόμενη σ’ αυτόν πράξη, ο ίδιος ή δι’ άλλου, έστω και αν καταβάλει την πρόνοια επιμελούς ανθρώπου (σχ. Ε.Α 2761/2003 Ελλ.Δνη 44.1384, Ε.Α 102/2000 Ελλ. Δνη 41. 799, ΕΑ 1195/1979 Ελλ. Δνη 20.251, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνευτική και Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, αρθ. 152, όπου και παραπομπές στη νομολογία).
Περαιτέρω όπως γίνεται δεκτό η άγνοια του διαδίκου για την γενόμενη προς αυτόν έγκυρη επίδοση αποφάσεως που υπόκειται σε έφεση, και εντελώς ανυπαίτια αν είναι, δεν αποτελεί, καθεαυτήν, περιστατικό ανώτερης βίας παρακωλυτικό της εκ μέρους του τηρήσεως της προθεσμίας για άσκηση εφέσεως. Τέτοιο περιστατικό δύναται η ως άνω άγνοια να αποτελέσει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς τη γνώση της επιδόσεως, ο
νομιμοποιούμενος να εκκαλέσει και ο πληρεξούσιος τυχόν δικηγόρος του, προβαίνοντας σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικώς, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως ακόμη επιμελή ενέργεια, δεν θα είχαν την δυνατότητα να είναι ενήμεροι της εκκλητής αποφάσεως εγκαίρως, ούτως ώστε να καταλείπεται μέχρι της λήξεως της προθεσμίας που η επίδοση της πρωτόδικης αποφάσεως κίνησε, χρόνος επαρκής, αξιοποιήσιμος και, σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση, αλλά και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστεως και της μη παρελκύσεως των δικών (ΚΠολΔ 116), αξιοποιητέος για την άσκηση εφέσεως. (Ολομ.ΑΠ.29 / 92, ο.π, ΑΠ 83/2004 αδημ.)....".
Αριθ. 2005 Απόφαση ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (απόσπασμα).