Αγαπητοί αναγνώστες σήμερα θα αναφερθώ για την ανάθεση γονικής μέριμνας και επιμέλειας ανηλίκων τέκνων, που γνωρίζω ότι απασχολεί μεγάλη μερίδα χωρισμένων γονιών με ανήλικα παιδιά.
Από μια σύντομη επισκόπηση της σχετικής νομοθεσίας και της νομολογίας του Αρείου Πάγου καταλήγουμε σε διαπιστώσεις για το ποια είναι τα σημαντικά κριτήρια ανάθεσης γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανηλίκων τέκνων των γονιών σε διάσταση ή που έχουν πάρει διαζύγιο και για το πως θα πρέπει να αποφασίζουν τα δικαστήρια σχετικά με αυτά τα σοβαρά θέματα.
Κατά το άρθρο 1511 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512-1514 ΑΚ το δικαστήριο, όταν καλείται να αποφασίσει και να ρυθμίσει την άσκηση γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανηλίκου τέκνου εν διαστάσει ή διαζευγμένων γονιών θα πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της κρίσης του το γενικό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Το συμφέρον αυτό νοείται ως το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και ηθικό. Κατά την λήψη της εν λόγω απόφασης το δικαστήριο θα πρέπει να μην επηρεάζεται από κανέναν παράγοντα, που σχετίζεται με κάθε γονέα αναφορικά με το φύλο, φυλή, γλώσσα, θρησκεία, κοινωνική προέλευση, περιουσιακή κατάσταση κλπ. Κατά την λήψη αυτής της τόσο σοβαρής απόφασης το δικαστήριο θα πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψιν του και τους ακόλουθους παράγοντες ως κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου:
1. τους έως τότε ανεπηρέαστα αναπτυχθέντες δεσμούς του τέκνου, που διαθέτει ικανότητα διακρίσεως με τους γονείς του και τα αδέλφια του. Ουσιώδης σημασία έχει η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου,
2. τις τυχόν συμφωνίες των γονέων για την επιμέλεια και την διοίκηση της περιουσίας του,
3. την προσωπική γνώμη του ανηλίκου τέκνου εφόσον αυτό, εν όψει της ηλικίας του και της πνευματικής του ανάπτυξης, έχει την ωριμότητα και είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον. Το δικαστήριο πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφ` όσον κρίνει αυτό ότι έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του.
Η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου δεν αποτελεί, άνευ άλλου τινός, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλές φορές η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της γνώμης του τέκνου δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο. Θα πρέπει όμως να διαλαμβάνεται στην απόφαση, γιατί συνιστά μέρος της αιτιολογίας αυτής χωρίς και να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου η γνώμη του ανηλίκου, στην οποία άλλωστε το Δικαστήριο αυτό δεν είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται. Υποχρέωση παραθέσεως της γνώμης του ανηλίκου στην απόφαση δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 3 ΑΚ.
Η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου δεν αποτελεί, άνευ άλλου τινός, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλές φορές η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της γνώμης του τέκνου δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο. Θα πρέπει όμως να διαλαμβάνεται στην απόφαση, γιατί συνιστά μέρος της αιτιολογίας αυτής χωρίς και να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου η γνώμη του ανηλίκου, στην οποία άλλωστε το Δικαστήριο αυτό δεν είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται. Υποχρέωση παραθέσεως της γνώμης του ανηλίκου στην απόφαση δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 3 ΑΚ.
Το δικαστήριο για την κρίση του αυτή ως προς την ύπαρξη ή μη τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ειδική αιτιολογία απαιτείται, ούτε αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος, κατ` άρθρ. 561 ΚΠολΔ. Η επικοινωνία με το δικαστή για λήψη γνώμης ανηλίκου δύναται να παραλειφθεί μόνο όταν ειδικές περιστάσεις το επιβάλλουν, οπότε η δικαστική κρίση θα διαμορφωθεί και εξαχθεί από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Τούτο διότι αυτή η επικοινωνία δεν αποτελεί αποκλειστικό, αλλά συντρέχον και συνεκτιμώμενο, στοιχείο του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την υπό του δικαστηρίου ανάθεση της επιμελείας του τέκνου με γνώμονα το συμφέρον τούτου.
4. τις ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, τη πνευματική τους ανάπτυξη και τη δράση τους στο κοινωνικό σύνολο. Την ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων.
5. Την σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου, χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης.
6. Την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, μόνο εφόσον έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, εξαιτίας της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε βάσιμα και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς.
7. Την μικρή ηλικία του τέκνου και το φύλο του προς ανάθεση της γονικής μεριμνάς του σε έναν από τους γονείς του μόνο για το χρόνο πριν τη νηπιακή ηλικία του, οπότε έχει σαφή βιοκοινωνική υπεροχή η μητέρα από άποψη καταλληλότητας για τη γονική μέριμνα του τέκνου. Μετά την νηπιακή ηλικία θεωρείται ότι παύει η βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας από άποψη καταλληλότητας.
8. Την καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, την προσωπικότητα και την παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα, τις συνθήκες κατοικίας και την οικονομική κατάσταση τους.
Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να εξειδικεύσει το συμφέρον του τέκνου, που αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να εκτιμηθούν από το δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία θα πρέπει να αντλήσει από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της ψυχολογίας. Πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένως η απόφασή του αυτή σχετικά με το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.
Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ελέγχεται αναιρετικώς, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια του συμφέροντος του τέκνου, αν αυτή είναι εσφαλμένη, με λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν δε δεν έχει αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου για εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1511 ΑΚ, ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα του συμφέροντος του τέκνου.
Εν κατακλείδι τα ζητήματα αυτά είναι σύνθετα και σοβαρά και απαιτούν μεγάλη προσοχή απ΄ όλους μας, γιατί διακυβεύεται από τυχόν εσφαλμένες αποφάσεις πάνω απ΄όλα το συμφέρον των ανηλίκων παιδιών με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την Ελληνική κοινωνία.
Εν κατακλείδι τα ζητήματα αυτά είναι σύνθετα και σοβαρά και απαιτούν μεγάλη προσοχή απ΄ όλους μας, γιατί διακυβεύεται από τυχόν εσφαλμένες αποφάσεις πάνω απ΄όλα το συμφέρον των ανηλίκων παιδιών με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την Ελληνική κοινωνία.
Σχετική πηγή νομολογίας: ΑΠ 174/2015,ΑΠ 1027/2010, ΑΠ 121/2011, ΑΠ 201/2010, ΑΠ 358/2019, ΑΠ 1027/2010, ΑΠ 1132/2017, ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 317/2015, ΑΠ 882/2015, ΑΠ 357/2012, ΑΠ 952/2007, ΑΠ 1910/2005.
* Υ.Γ. Αν έχετε κάποια απορία ή ερώτηση πολύ ευχαρίστως μπορείτε να με καλέσετε για επικοινωνία - Γιώργος Γιαγκουδάκης, Ειδικός Δικηγόρος Διαζυγίων - Οικογενειακού δικαίου στη Καβάλα - Tηλέφωνα 2510834031, κιν. 6945227120 https://dikigoros-diazygion.gr https://giagkoudakis-dikigoros.gr