Χρόνος παραγραφής (15) έτη επί κακουργημάτων
που ο νόμος προβλέπει την ποινή
της πρόσκαιρης κάθειρξης.
που ο νόμος προβλέπει την ποινή
της πρόσκαιρης κάθειρξης.
Χρόνος αναστολής παραγραφής έως (5) έτη.
(15 έτη+ 5 έτη η αναστολή= 20 έτη
(15 έτη+ 5 έτη η αναστολή= 20 έτη
(Λήψη υπ΄όψιν αυτεπαγγέλτως του επιεικέστερου ποινικού νόμου)
Απόφαση 2 / 2013 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α` ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (Απόσπασμα)
"........Ι. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 §§ 1 και 2 και 112 του ΠΚ, όπως το δεύτερο συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 § 5 του ν. 2.331/1995, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για τα κακουργήματα που ο νόμος προβλέπει την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως είναι εκείνο του άρθρου 311 περ. β του ΠΚ περί θανατηφόρας βαριάς σωματικής βλάβης, είναι δεκαπέντε (15) έτη, η δε προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 113 §§ 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτή, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 4 § 1 του ν. 1738/1987, ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ενδιαφέρουσας αξιόποινης πράξεως (7.6.1988), η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη, καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα ή τα πλημμελήματα. Επακολούθησε πλήθος τροποποιήσεων της διατάξεως του άρθρου 113 του ΠΚ με τις διατάξεις των άρθρ. 5 § 1 του ν. 1941/1991, 19 § 1του ν. 1968/1991, 33 § 4 του ν. 2172/1993 και 1 § 6 του ν. 2408/1996, με τις οποίες ο ποινικός νομοθέτης δεν απέστη από τα προβλεπόμενα στο άρθρο αυτό, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 4 § 1 του ν. 1738/1987, για την αναστολή της παραγραφής, με εξαίρεση μόνο τη διάρκεια του χρόνου αναστολής για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η κύρια διαδικασία, η οποία με τη μεν διάταξη του άρθρου 5 § 1 του ν. 1941/1991 ήταν απεριόριστη, ενώ με τις λοιπές διατάξεις περιορίστηκε σε πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα και σε τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα.
Έτσι, διαχρονικά η προθεσμία της παραγραφής αναστελλόταν για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορούσε να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η παραγραφή, καθώς και για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η κύρια διαδικασία και εωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, και πάντως όχι πέρα από πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα. Η διάταξη αυτή του άρθρου 113 του ΠΚ τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα άρθρα 25 του ν. 3346/2005 και 2 του ν. 3625/2007, δίχως ωστόσο να θιγεί η ως άνω με το άρθρο 1 § 6 του ν. 2408/1996 καθιερωθείσα πενταετής αναστολή για τα κακουργήματα και, όπως ρητά ορίζεται στο εδαφ. β της § 3 του άρθρου 113 ΠΚ, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 25 του ν. 3346/2005, ο χρονικός αυτός περιορισμός της αναστολής δεν ίσχυε οσάκις η αναβολή ή η αναστολή της ποινικής διώξεως έλαβε χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 30 § 2 και 59 του ΚΠΔ, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Από τις ισχύσασες ανωτέρω, διαχρονικά από το 1987 έως σήμερα, διατάξεις του άρθρου 113 του ΠΚ, η περιέχουσα τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο για κακούργημα διατάξεις είναι η διάταξη του άρθρου 113 του ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε κάθε φορά μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 33 § 4 του ν. 2172/1993 και 1 § 6 του ν. 2408/1996, στην οποία και προβλεπόταν η αναστολή της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η κύρια διαδικασία και εωσότου να γίνει η αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, αλλά πάντως όχι πέρα από τα πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα, οι διατάξεις δε αυτές, κατ' εφαρμογή της προκύπτουσας από τα άρθρα 7 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 2 § 1 του ΠΚ αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου, είναι εφαρμοστέες και στην παρούσα υπόθεση, εφόσον ίσχυσαν από το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της.
ΙΙ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 435 § 1 του ΚΠΔ, όπως αυτή ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα εδώ χρόνο και πριν τη διαδοχική αντικατάστασή της με τα άρθρα 36 § 1 του ν. 3160/2003, 17 του ν. 3346/2005 και 22 του ν. 3904/2010, αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα απολυθεί από τις φυλακές προσωρινά και από απείθεια δεν εμφανιστεί στο αρμόδιο δικαστήριο για να δικαστεί την ορισμένη δικάσιμο, το δικαστήριο ανακαλεί κατά τα άρθρο 300 εδαφ. α την προσωρινή απόλυση και διατάσσει ταυτόχρονα και την αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 432 του ίδιου Κώδικα. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 432 §§ 1 και 2 του ΚΠΔ, όπως αυτή ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρα 15 του ν.δ. 1160/1972, 12 § 4 του ν. 1941/1991 και 34 § 9 του ν. 2172/1993, οριζόταν ότι, αν κάποιος, που παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα είναι απών από τον τόπο της κατοικίας του και άγνωστης διαμονής, δεν προσέλθει δε ούτε συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ, αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα εφετών μέχρι τη σύλληψη ή την εμφάνιση του κατηγορούμενου (§ 1), παρεχόταν δε η δυνατότητα, κατά παρέκκλιση της κρατούσας έως τότε αρχής της αναστολής εκδικάσεως των κακουργημάτων σε περίπτωση απουσίας του κατηγορούμενου, αν εκείνος, που παραπέμφθηκε για κακούργημα και απολύθηκε από τις φυλακές, διότι συμπλήρωσε το ανώτατο όριο προσωρινής κρατήσεως, δεν εμφανιζόταν να δικαστεί στη δικάσιμο που ορίστηκε, να δικαστεί σαν να ήταν παρών, εφόσον είχε κλητευθεί ως γνωστής διαμονής. Επιπλέον, με την ίδια διάταξη οριζόταν, ότι η ερήμην του κατηγορούμενου εκδοθείσα απόφαση ακυρωνόταν αυτοδικαίως με την έκδοση κατ' αντιμωλίαν αποφάσεως, αλλά από την έκδοση της ερήμην αποφάσεως αναστελλόταν αυτοδικαίως ο χρόνος παραγραφής του αξιόποινου της πράξεως, η δε αναστολή αυτή διαρκούσε μέχρι την έκδοση της νέας κατ' αντιμωλίαν αποφάσεως (§ 2).
Συνεπώς, στη διάταξη του άρθρου 432 του ΚΠΔ προβλεπόταν, στη μεν § 1 η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα εφετών εωσότου να συλληφθεί ή να εμφανιστεί ο απών από τον τόπο της κατοικίας του και άγνωστης διαμονής κατηγορούμενος, στη δε § 2 ότι από την έκδοση της ερήμην του κατηγορουμένου εκδοθείσας καταδικαστικής για κακούργημα αποφάσεως αναστελλόταν αυτοδικαίως ο χρόνος παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως και η αναστολή αυτή διαρκούσε εωσότου να εκδοθεί η νέα κατ' αντιμωλίαν απόφαση χωρίς οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό. Κατά την κρατήσασα στη νομολογία άποψη η έννοια της τελευταίας δικονομικής διάταξης της § 2 του άρθρου 432 ΚΠΔ, η οποία όμως είχε και χαρακτήρα διατάξεως ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι ρύθμιζε και θέματα αναστολής της παραγραφής, ήταν, ότι ο από αυτήν προβλεπόμενος χρόνος αναστολής της παραγραφής δεν συνυπολογιζόταν για την συμπλήρωση της υπό των άρθρων 111 και 113 § 1 ΠΚ διαλαμβανομένης κατά περίπτωση εικοσιπενταετούς (25) ή εικοσαετούς (20) συνολικής παραγραφής, αλλά συνιστούσε ειδική αναστολή αυτής, καθόσον κατά τον χρόνο της διαρκείας της δεν έτρεχε η ανωτέρω 25ετής ή 20ετής παραγραφή, ενώ με βάση την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 113 § 1 του ΠΚ και ενόψει του άρθρου 2 § 1 του ίδιου Κώδικα ευμενέστερη ήταν η ρύθμιση, κατά την οποία στην διάρκεια της κύριας διαδικασίας η παραγραφή για τα κακουργήματα αναστελλόταν όχι περισσότερο από πέντε (5) χρόνια και συνολικά ο χρόνος παραγραφής ανερχόταν, κατά τον ενδιαφέροντα την παρούσα υπόθεση χρόνο, σε είκοσι έτη (15 έτη συν 5 έτη της αναστολής). Ωστόσο, ήδη όλη η διάταξη του άρθρου 432 του ΚΠΔ αντικαταστάθηκε στο σύνολο της με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 3904/23.12.2010 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με απάλειψη και προσθήκη εδαφίων με τα άρθρα 75 §§ 1 και 3 του ν. 3.994/2011, έχει δε σήμερα ως εξής: "Αν κάποιος, που παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για κακούργημα, είναι άγνωστης διαμονής και δεν παρουσιαστεί ούτε συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 156, αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα του εφετείου, ωσότου συλληφθεί ή εμφανιστεί ο κατηγορούμενος. Η διάταξη αυτή πρέπει να τοιχοκολληθεί σύμφωνα με το άρθρο 156 § 2. Οι διατάξεις του άρθρου 113 ΠΚ για την αναστολή της παραγραφής του αξιοποίνου εφαρμόζονται και εδώ (§ 1). Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα είναι ή θεωρείται γνωστής διαμονής, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε νόμιμα. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαίος ο διορισμός συνηγόρου σύμφωνα με τα άρθρα 340 § 1 και 376 (§ 2). Η διάταξη της § 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει την έφεση, αν αυτός που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό για κακούργημα δεν εμφανιστεί για να δικαστεί κατ' έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα και αποβλέπει στην καταδίκη του για κακούργημα (§ 3). Από το κείμενο της παρατεθείσας διατάξεως προκύπτει, ότι με την § 1 της νέας αυτής διάταξης του άρθρου 432 του ΚΠΔ διατηρήθηκε κατουσίαν σε ισχύ η παλιά διάταξη περί αναστολής της εκδίκασης κακουργήματος με πράξη του εισαγγελέα εφετών για τον άγνωστης διαμονής κατηγορούμενο, που δεν θα παρουσιαστεί ή δεν θα συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος και προστέθηκε σε αυτή (τελευταίο) εδάφιο, κατά το οποίο οι διατάξεις του άρθρου 113 του ΠΚ για την αναστολή της παραγραφής του αξιοποίνου εφαρμόζονται και εδώ, ενώ η παλιά § 2 του ίδιου άρθρου, που προέβλεπε την αναστολή της παραγραφής και όριζε πως αυτή διαρκεί εωσότου να εκδοθεί κατ' αντιμωλίαν απόφαση, απαλείφθηκε ολοσχερώς και στη θέση της προστέθηκε νέα διάταξη, που προβλέπει ότι αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα είναι ή θεωρείται γνωστής διαμονής, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον κλητεύθηκε νόμιμα. Η νέα αυτή διάταξη της § 2 του άρθρου 432 του ΚΠΔ, μη ορίζοντας οτιδήποτε σε σχέση με τη διάρκεια του χρόνου της αναστολής για όσο χρόνο διαρκούσε η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, είναι προφανώς ευμενέστερη από την απαλειφθείσα παλαιά διάταξη του άρθρου 432 § 2 του ΚΠΔ, με βάση την οποία είχε γίνει δεκτό από τη νομολογία, ότι η προβλεπόμενη σε αυτό αναστολή συνιστούσε ειδική μορφή αναστολής και καθόλο το χρόνο της διάρκειάς της δεν έτρεχε η παραγραφή. Ενόψει της παραλείψεως αυτής πρέπει να δεχθούμε για τις εκκρεμείς υποθέσεις της παλαιάς διατάξεως του άρθρου 432 § 2 του ΚΠΔ, ότι η κατάργησή της και συνακολούθως όλων όσα ορίζονταν σε αυτή περί του χρόνου της αναστολής της παραγραφής, επάγεται ευθέως, κατ' επιταγή του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ, την εφαρμογή και επί των εκκρεμών αυτών υποθέσεων, ελλείψει άλλης διατάξεως που να ρυθμίζει τα θέματα της αναστολής του χρόνου της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η κύρια διαδικασία, της επιεικέστερης για τον κατηγορούμενο γενικής διατάξεως του άρθρου 113 § 3 του ΠΚ, όπως αυτή ισχύει ήδη μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρα 25 του ν. 3346/2005 και 1 § 6 του ν. 2408/1996, η οποία δεν μπορούσε προηγουμένως να εφαρμοστεί και επί των υποθέσεων τούτων από την θέση της σε ισχύ εξαιτίας της ειδικής ρυθμίσεως, την οποία προέβλεπε για την αναστολή της παραγραφής μέχρι την κατάργησή της η παλαιά ειδική διάταξη του άρθρου 432 § 2 του ΚΠΔ. Αντίθετη άποψη δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο γεγονός, ότι ο ποινικός νομοθέτης ουδέν διέλαβε στο άρθρο 21 του ν. 3904/2010 ή σε άλλη διάταξη αυτού για την προβλεπόμενη στην § 2 του παλαιού άρθρου 432 ειδική αναστολή της παραγραφής, μολονότι την είχε υπόψη. Τούτο δε, διότι : α) ο νομοθέτης με βάση τη νέα διατύπωση του άρθρου 432 § 2 του ΚΠΔ, που απάλειψε την ρύθμιση, ότι η ερήμην του κατηγορούμενου εκδοθείσα απόφαση ακυρωνόταν αυτοδικαίως με την έκδοση κατ' αντιμωλίαν αποφάσεως και παραχώρησε στον κατηγορούμενο, με το άρθρο 435 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3904/2010, και δικαίωμα ακυρώσεως της διαδικασίας επί κακουργημάτων, δεν είχε πλέον λόγο να διαλάβει σε αυτή χωριστή ρύθμιση για την αναστολή της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η κύρια διαδικασία για τον κατηγορούμενο, που θεωρείται ή είναι γνωστής διαμονής και δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε νόμιμα, αφού είχε εκλείψει η αιτία να παρεκκλίνει από τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 113 του ΠΚ, όπως αυτή ήδη ισχύει και είναι εφαρμόσιμη και επί του άγνωστου διαμονής κατηγορούμενου μετά την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 432 § 1 του ΚΠΔ, ενώ παράλληλα, μολονότι είχε τη δυνατότητα, δεν θέσπισε μεταβατική διάταξη περί διατηρήσεως της ισχύος του άρθρου 432 § 2 του ΚΠΔ επί των εκκρεμών ποινικών υποθέσεων, β) με τη διάταξη του άρθρου 113 § 3 του ΠΚ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρα 25 του ν. 3346/2005 και 1 § 6 του ν. 2408/1996, τίθεται χρονικός περιορισμός ως προς το χρονικό διάστημα της αναστολής κατά την κύρια διαδικασία και ορίζεται ότι αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε (5) χρόνια, ενώ επί πλέον προβλέπεται ότι η υπέρβαση του χρόνου της αναστολής επιτρέπεται κατ' εξαίρεση και μόνο, όταν η αναβολή ή η αναστολή της ποινικής δίωξης έλαβε χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 30 § 2 και 59 του ΚΠΔ, και γ) δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση η διαφορετική ποινική μεταχείριση του παραπεμφθέντος για κακούργημα και μη εμφανισθέντος στη δίκη κατηγορούμενου από το εάν αυτός είναι άγνωστης ή γνωστής διαμονής, ώστε για το μεν απόντα και άγνωστης διαμονής (άρθρο 431 § 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει) η αναστολή της παραγραφής για όσο διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία να μην μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε (5) έτη, για δε τον κλητευθέντα ως γνωστής διαμονής που δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δικάστηκε σαν να ήταν παρών (άρθρο 432 § 2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 21 του ν. 3904/2010), να εξακολουθεί να ισχύει για τις εκκρεμείς παλαιές υποθέσεις και να αποτελεί χρόνο αναστολής όλος ο διαδραμών από την έκδοση της ερήμην αποφάσεως μέχρι την έκδοση της νέας κατ' αντιμωλίαν αποφάσεως χρόνος, αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και παραβίαση της προκύπτουσας από το άρθρο 4 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
III. Επειδή, το ποινικό δικαστήριο ερμηνεύει και εφαρμόζει τον ουσιαστικό ποινικό νόμο, όπως αυτός ισχύει κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως. Κατ' εξαίρεση, αν από την τέλεση της αξιόποινης πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις (άρθρο 2 § 1του ΠΚ). Αντιστοίχως, και ο Άρειος Πάγος, κατ' εξαίρεση επίσης της αρχής, σύμφωνα με την οποία εξετάζει αν ο δικαστής της ουσίας εφάρμοσε ορθώς τον νόμο όπως αυτός ίσχυε κατά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είτε ερευνά τη μη εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου που ίσχυε ήδη κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως, αν προταθεί ως αναιρετικός λόγος, (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ), είτε σύμφωνα με το άρθρο 511 εδαφ. γ του ΚΠΔ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 § 5 του ν. 3160/2003, υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει τον επιεικέστερο ποινικό νόμο που ίσχυσε μετά το χρονικό όριο αυτό, τέτοιος δε επιεικέστερος νόμος είναι και ο αναφερόμενος στην παραγραφή και την αναστολή της παραγραφής. Έτσι, σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας ως προς το χρόνο της παραγραφής ή το χρόνο της αναστολής της παραγραφής της αξιόποινης πράξης, θα εφαρμοσθεί αυτεπαγγέλτως ο επιεικέστερος νόμος που ίσχυσε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, αφού η παραγραφή και η αναστολή της παραγραφής είναι θεσμοί του ουσιαστικού δικαίου και εφαρμόζεται και επ' αυτών η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου, που καθιερώνεται με το παραπάνω άρθρο 2 § 1 του ΠΚ. Σε περίπτωση δε παραγραφής της αξιόποινης πράξεως ο Άρειος Πάγος, ανεξαρτήτως της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως και υπό τον όρο μόνο ότι η αναίρεση είναι παραδεκτή, υποχρεούται, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο περί παραγραφής νόμο που ίσχυσε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να αναιρέσει την απόφαση αυτή και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδαφ. β του ΚΠΔ........"
"......
" .....ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 274 - 277/3.12.2010 απόφαση του ΜΟΕ Θεσσαλονίκης.
Παύει οριστικά την κατά του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου .... του ...., κατοίκου ..., ασκηθείσα ποινική δίωξη για θανατηφόρα βαριά σωματική βλάβη, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 7 Ιουνίου 1988 .... ..., λόγω παραγραφής.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύτηκε στη Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ "
Γιώργος Γιαγκουδάκης, Δικηγόρος Καβάλας
Διαζύγια - Ποινικά - Ιντερνετ
Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με το δικηγορικό γραφείο μου
επισκεφθείτε το site μας