* Δημοσιεύτηκε 23/ 5/2015 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Σύμφωνα με το άρθρο 1441 Αστικού Κώδικα για το συναινετικό διαζύγιο ορίζεται ότι: «Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους, εφόσον έχει διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κατάρτιση της. Η συμφωνία αυτή υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή του συμφωνητικού. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει η ανωτέρω συμφωνία να συνοδεύεται με άλλη έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων και την επικοινωνία με αυτά, η οποία ισχύει ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για το θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 1513.
Η κατά τα ανωτέρω έγγραφη συμφωνία, καθώς και το έγγραφο συμφωνητικό που αφορά την επιμέλεια και την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων ή τη διατροφή αυτών, εφόσον έχει συμφωνηθεί, υποβάλλονται μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια, όταν απαιτείται, στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο με απόφαση του, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επικυρώνει τις συμφωνίες και κηρύσσει τη λύση του γάμου, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου που αφορά την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων αποτελεί εκτελεστό τίτλο.»
Στις υποθέσεις συναινετικού διαζυγίου ανακύπτει ένα σοβαρό ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα προσβολής και ανατροπής της δικαστικής απόφασης συναινετικού διαζυγίου από τους συζύγους που ζήτησαν με κοινή συναίνεση έκδοση συναινετικού διαζυγίου από το αρμόδιο δικαστήριο. Αυτό το θέμα έχει απασχολήσει πολλές φορές τη νομική επιστήμη και τα δικαστήρια. Σε αυτήν τη περίπτωση τι ισχύει; Η δικαστική απόφαση συναινετικού διαζυγίου είναι διαπλαστική και επιφέρει τα αποτελέσματά της αφότου καταστεί αμετάκλητη, οπότε ισχύει όχι μόνο μεταξύ των συζύγων, αλλά υπέρ και κατά πάντων. Σε περίπτωση που συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις τυπικές και ουσιαστικές κατά το άρθρο 1441 Α.Κ. για έκδοση συναινετικού διαζυγίου και η σχετική αίτηση απορριφθεί ή δεν απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η τελευταία προσβάλλεται με ένδικα μέσα, διότι προσβάλλεται το δημόσιο συμφέρον. Αναμφίβολα είναι δυνατή η προσβολή της οριστικής απόφασης συναινετικού διαζυγίου, που απορρίπτει αίτημα έκδοσης συναινετικού διαζυγίου αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις κατά το άρθρο 1441 Α.Κ.. Διάσταση απόψεων υπήρξε για την οριστική δικαστική απόφαση συναινετικού διαζυγίου που λύνει τον γάμο με διατύπωση δύο απόψεων, μιας που υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατή η προσβολή της απόφασης που λύνει το γάμο από τους συζύγους, με εξαίρεση την ελαττωματικότητα των δηλώσεων συναίνεσης περί συναινετικού διαζυγίου των συζύγων και μιας άλλης άποψης που υποστηρίζει μεγαλύτερη μερίδα νομολογίας και θεωρίας ότι δηλαδή μπορεί να προσβληθεί αυτή η απόφαση με ένδικα μέσα και με αίτηση ανάκλησης του άρθρου 758 Κ.Πολ.Δ. Η αντιμετώπιση του ζητήματος από τα δικαστήρια και τη θεωρία από ότι φαίνεται είναι ότι μπορεί να ανακληθεί η απόφαση συναινετικού διαζυγίου μέσα στα όρια του αμετακλήτου και εφόσον η αίτηση ανάκλησης του άρθρου 758 Κ.Πολ.Δ. (νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβολή συνθηκών) υποβάλλεται από κοινού από τους δύο συζύγους και όχι μονομερώς. Οι σύζυγοι μπορούν προκειμένου να ανακαλέσουν τη συναίνεσή τους να επιλέξουν την έφεση ή την αίτηση ανάκλησης, όχι όμως την ταυτόχρονη άσκηση τους κατά της ίδιας απόφασης. Η επιθυμία των συζύγων για ανάκληση της αρχικής συναίνεσης και διατήρησης του γάμου είναι νέος πραγματικός ισχυρισμός και αποτελεί και λόγο έφεσης. Η δυνατότητα έφεσης δεν περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις ακυρότητας ή ελαττωματικής βούλησης των συζύγων. Στη τελευταία περίπτωση παραδεκτά μπορεί να υποβάλλει και ο ένας σύζυγος έφεση, μονομερώς. Οι σύζυγοι μπορούν να διατηρήσουν το γάμο τους με άσκηση έφεσης από κοινού στο εφετείο εντός 30 ημερών (για διαμένοντες στην Ελλάδα) και εντός 60 ημερών (για διαμένοντες στο εξωτερικό ή αγνώστου διαμονής), αν έγινε επίδοση της απόφασης συναινετικού διαζυγίου ή τριών ετών από την δημοσίευσή της, αν δεν έγινε επίδοση αυτής. Το ίδιο από κοινού άσκηση απαιτείται και σε περίπτωση αναίρεσης. Το αμετάκλητο της απόφασης διαζυγίου επέρχεται και με την παραίτηση των διαδίκων - συζύγων από τα ένδικα μέσα μετά την έκδοση αυτής (ΚΠολΔ 606), πράγμα που συνηθίζεται στα συναινετικά διαζύγια, οπότε από του σημείου αυτού δεν μπορεί να γίνει λόγος για δυνατότητα προσβολής της απόφασης αυτής. Μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, ανάκληση της συμφωνίας των συζύγων για τη λύση του γάμου δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, γιατί τούτο θα ήταν αντίθετο με το όλο σύστημα του συναινετικού διαζυγίου. Επίσης κάτι τέτοιο μπορεί να υπέθαλπε πολλούς εκβιασμούς και αθέμιτες συναλλαγές. Εξαίρεση μπορεί να υπάρξει σε περίπτωση ακυροτήτων ή ελαττωμάτων της βούλησης συζύγου σχετικά με την συναίνεση του και δυνατή η έφεση μονομερώς. Η θέληση των συζύγων για λύση του γάμου τους πρέπει να είναι ώριμη, σταθερή και ανεπηρέαστη, απαλλαγμένη δε από ελαττώματα (πλάνη, απάτη, απειλή), των οποίων η προβολή μπορεί να γίνει στα πλαίσια της δίκης διαζυγίου, δηλαδή μέχρις ότου να γίνει αμετάκλητη η σχετική απόφαση. Η οριστική απόφαση που απαγγέλλει το συναινετικό διαζύγιο, πριν γίνει αμετάκλητη, μπορεί να ανατραπεί με νομότυπη και εμπρόθεσμη έφεση του ενός των συζύγων, με την οποία σύμφωνα και με τα άρθρα 761 και 765 του ΚΠολΔ μπορεί να επικαλεστεί αυτός ότι η θέληση του που εκφράστηκε πρωτόδικα με την υπογραφή του σχετικού συμφωνητικού για την λύση του γάμου τους από κοινού μετά του εφεσίβλητου, άλλου συζύγου, ήταν ελαττωματική λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα 144,147,150 Α.Κ) και άρα όχι ελεύθερη, σοβαρή και πραγματική, αφού μετά το αμετάκλητο αυτής παράγεται δεδικασμένο, που καλύπτει όλα τα ελαττώματα αυτά. Θα πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά συγκεκριμένα περιστατικά, θεμελιωτικά της ελαττωματικής βούλησης. Ως λόγους πάντως προσβολής της απόφασης δεν μπορούν να επικαλεστούν οι σύζυγοι τα ελαττώματα της συμφωνίας τους για την ρύθμιση της επιμέλειας- επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων τους ή διατροφής, για την οποία γίνεται δεκτό ότι αυτή ειδικά αποτελεί μεν ιδιόρρυθμη σύμβαση, δεν μπορεί όμως να προσβληθεί για ελαττώματα της βούλησης μετά την επικύρωση της και την έκδοση της απόφασης του διαζυγίου με στόχο την ανατροπή της όλης διαδικασίας.
Τα ελαττώματα της βούλησης των συζύγων που επιδρούν στο συναινετικό διαζύγιο είναι, όπως προαναφέρθηκε η πλάνη, η απάτη, η απειλή, η ανικανότητα προς δικαιοπραξία (τέλεση γάμου) κ.α. Ειδικότερα η πλάνη για να έχει επιρροή πρέπει να είναι ουσιώδης, υπό την έννοια της Α.Κ. 141 "η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία". Τέτοια είναι και η πλάνη που αφορά στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης. Δεν είναι όμως ουσιώδης η πλάνη όταν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης (ΑΚ 143), δηλαδή όταν αυτή ανάγεται στις αιτίες (σταθμίσεις, προσδοκίες, βλέψεις), που έκαναν εκείνον που δήλωσε την βούληση του σ` αυτήν. Οταν όμως η πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια είναι προϊόν απάτης, χωρεί ακύρωση, αφού όταν υπάρχει απάτη, η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη, έστω και αν η πλάνη που προκαλείται αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια, αρκεί η απατηλή συμπεριφορά του άλλου να υπάρχει κατά το χρόνο δήλωσης του βουλήσεως και να ήταν η αιτία της εκφρασθείσας βουλήσεως του πλανούμε νου, δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ τους. Η υπό την επίκληση ελαττωμάτων της βούλησης, κάλυψη άλλων λόγων (π.χ. μεταμέλεια συζύγου) δεν αποκλείει την χρήση των μέσων που προβλέπονται από τον νόμο. Ειδικότερα, ως απάτη στοιχειοθετούσα ελάττωμα της βούλησης (άρθρο 147 ΑΚ) νοείται, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 147 Α.Κ, κάθε συμπεριφορά, δια της οποίας ενσυνειδήτως και εκ προθέσεως δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται σε άλλον κάποια πεπλανημένη παράσταση, προς τον σκοπό επηρεασμού της αποφάσεως αυτού, δύναται δε αυτή να συνίσταται, είτε εις την παράσταση ψευδών περιστατικών αναφερομένων εις το παρόν, το παρελθόν ή και υπό ορισμένες συνθήκες εις το μέλλον, ως αληθών, είτε εις την απόκρυψη ή την αποσιώπηση των αληθινών. Στοιχείο δηλαδή του πραγματικού της απάτης αποτελεί ο δόλος, ο οποίος υπάρχει όταν ο μετερχόμενος αυτήν επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται όπως ο απατώμενος παρασυρθεί δια της απάτης σε ορισμένη δήλωση βουλήσεως, στην οποία αυτός δεν θα προέβαινε άνευ της δόλιας εξαπατήσεως ή θα προέβαινε σε αυτήν υπό άλλη μορφή. Για την εν λόγω ακύρωση πρέπει η απατηλή συμπεριφορά του άλλου να υπάρχει κατά το χρόνο δήλωσης της βουλήσεως και να ήταν η αιτία της εκφρασθείσας βουλήσεως του πλανωμένου, δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ τους. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 150, 151, 154 και 184 ΑΚ συνάγεται ότι για την ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε υπό το κράτος απειλής, η οποία μετά την ακύρωση κατ` αυτό τον τρόπο εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, απαιτείται, εκτός από άλλα, το απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν, η δε απειλή να είναι σοβαρή, δηλαδή πρόσφορη να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθεται σε κίνδυνο ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο αγαθά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ελευθερίας, τιμής ή περιουσίας του ιδίου ή των προσώπων, που συνδέονται στενότατα με αυτόν. (πηγή νομολογίας 4099/2012 ΕΦ ΑΘ, 6380/2011 ΕΦ ΑΘ, 597/2009 ΑΠ, 441/2004 ΑΠ, 1165/2004 ΑΠ,1666/1997 ΑΠ, 347/1992 ΑΠ ).
Τα ελαττώματα της βούλησης των συζύγων που επιδρούν στο συναινετικό διαζύγιο είναι, όπως προαναφέρθηκε η πλάνη, η απάτη, η απειλή, η ανικανότητα προς δικαιοπραξία (τέλεση γάμου) κ.α. Ειδικότερα η πλάνη για να έχει επιρροή πρέπει να είναι ουσιώδης, υπό την έννοια της Α.Κ. 141 "η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία". Τέτοια είναι και η πλάνη που αφορά στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης. Δεν είναι όμως ουσιώδης η πλάνη όταν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης (ΑΚ 143), δηλαδή όταν αυτή ανάγεται στις αιτίες (σταθμίσεις, προσδοκίες, βλέψεις), που έκαναν εκείνον που δήλωσε την βούληση του σ` αυτήν. Οταν όμως η πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια είναι προϊόν απάτης, χωρεί ακύρωση, αφού όταν υπάρχει απάτη, η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη, έστω και αν η πλάνη που προκαλείται αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια, αρκεί η απατηλή συμπεριφορά του άλλου να υπάρχει κατά το χρόνο δήλωσης του βουλήσεως και να ήταν η αιτία της εκφρασθείσας βουλήσεως του πλανούμε νου, δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ τους. Η υπό την επίκληση ελαττωμάτων της βούλησης, κάλυψη άλλων λόγων (π.χ. μεταμέλεια συζύγου) δεν αποκλείει την χρήση των μέσων που προβλέπονται από τον νόμο. Ειδικότερα, ως απάτη στοιχειοθετούσα ελάττωμα της βούλησης (άρθρο 147 ΑΚ) νοείται, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 147 Α.Κ, κάθε συμπεριφορά, δια της οποίας ενσυνειδήτως και εκ προθέσεως δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται σε άλλον κάποια πεπλανημένη παράσταση, προς τον σκοπό επηρεασμού της αποφάσεως αυτού, δύναται δε αυτή να συνίσταται, είτε εις την παράσταση ψευδών περιστατικών αναφερομένων εις το παρόν, το παρελθόν ή και υπό ορισμένες συνθήκες εις το μέλλον, ως αληθών, είτε εις την απόκρυψη ή την αποσιώπηση των αληθινών. Στοιχείο δηλαδή του πραγματικού της απάτης αποτελεί ο δόλος, ο οποίος υπάρχει όταν ο μετερχόμενος αυτήν επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται όπως ο απατώμενος παρασυρθεί δια της απάτης σε ορισμένη δήλωση βουλήσεως, στην οποία αυτός δεν θα προέβαινε άνευ της δόλιας εξαπατήσεως ή θα προέβαινε σε αυτήν υπό άλλη μορφή. Για την εν λόγω ακύρωση πρέπει η απατηλή συμπεριφορά του άλλου να υπάρχει κατά το χρόνο δήλωσης της βουλήσεως και να ήταν η αιτία της εκφρασθείσας βουλήσεως του πλανωμένου, δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ τους. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 150, 151, 154 και 184 ΑΚ συνάγεται ότι για την ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε υπό το κράτος απειλής, η οποία μετά την ακύρωση κατ` αυτό τον τρόπο εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, απαιτείται, εκτός από άλλα, το απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν, η δε απειλή να είναι σοβαρή, δηλαδή πρόσφορη να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθεται σε κίνδυνο ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο αγαθά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ελευθερίας, τιμής ή περιουσίας του ιδίου ή των προσώπων, που συνδέονται στενότατα με αυτόν. (πηγή νομολογίας 4099/2012 ΕΦ ΑΘ, 6380/2011 ΕΦ ΑΘ, 597/2009 ΑΠ, 441/2004 ΑΠ, 1165/2004 ΑΠ,1666/1997 ΑΠ, 347/1992 ΑΠ ).
Γιώργος Π. Γιαγκουδάκης, Δικηγόρος Καβάλας
Διαζύγια - Ποινικά - Αστικά
Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με το δικηγορικό γραφείο μου
επισκεφθείτε το site μας
λέξεις κλειδιά: συναινετικο διαζύγιο