Στο προηγούμενο άρθρο μιλήσαμε για
το έγκλημα της κλοπής. Σήμερα θα
αναφερθούμε στην υπεξαίρεση, ένα έγκλημα
που και αυτό συμπεριλαμβάνεται στο 23ο
Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με το τίτλο
εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (σχετικά
άρθρα 375 -379 Π.Κ). Για την καλύτερη ανάγνωσή
σας το κείμενο που ακολουθεί χωρίζεται
σε μικρές ενότητες.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ - ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ
ΕΝΝΟΙΕΣ ΟΡΙΣΜΟΥ
Κατά τη παρ. 1 του άρθρου 375 Π.Κ. (υπεξαίρεση):
" 1. ‘Οποιος ιδιοποιείται παρανόμως
ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα
που περιήλθε στην κατοχή του με
οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με
Φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το
αντικείμενο της Υπεξαίρεσης είναι
ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με Φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους." ( άρθ. 375
παρ. 1α Π.Κ. βασικό έγκλημα)
Η περίπτωση της υπεξαίρεσης του
υποκαταστάτου με την οποία επεκτείνεται
ποινικώς η προστασία του ιδιοκτήτη
προβλέπεται στη παρ. 3 του ίδιου άρθρου:
" 3. Με το ξένο πράγμα εξομοιώνεται
και: α) το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος
για κινητό πράγμα που του το είχαν
εμπιστευθεί για να το πουλήσει καθώς
και β) το κινητό πράγμα που απέκτησε ο
υπαίτιος με χρήματα ή με άλλο πράγμα
που του το είχαν εμπιστευθεί για να
αγοράσει ή να ανταλλάξει αντίστοιχα το
πράγμα που απέκτησε."
Στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει
ιδιοποίηση του υποκατάστατου, δηλαδή
ό,τι απέκτησε ο δράστης με την αγορά,
πώληση ή ανταλλαγή του αρχικού πράγματος
που έλαβε από τον κύριο.
Η υπεξαίρεση προσβάλλει τη κυριότητα,
όχι και την κατοχή όπως συμβαίνει στη
κλοπή, λόγω του ότι ο δράστης της
υπεξαίρεσης έχει ήδη την κατοχή. Συνεπώς
προστατεύεται μόνο η κυριότητα και
παθών είναι μόνο ο ιδιοκτήτης.
Σχετικά με την έννοια της κατοχής έχουμε
αναφερθεί στο προηγούμενο άρθρο για
την κλοπή. Κατοχή, κατά την έννοια του
άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, που διαφέρει εν
προκειμένω της αντίστοιχης έννοιας του
Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), δεν είναι μόνο η
σχέση φυσικής εξουσίασης του πράγματος
από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση
του, αλλά και η πραγματική σχέση που
καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των
συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος
από το δράστη κατά τη βούληση του.
Απαραίτητη προϋπόθεση υπεξαίρεσης
είναι το πράγμα να έχει περιέλθει με
οιονδήποτε τρόπο στη κατοχή του δράστη
είτε 1. με τη θέληση του κυρίου του
πράγματος με σύμβαση που μεταβιβάζει
τη κατοχή (όχι κυριότητα), όπως εντολή
χρησιδάνειο, μίσθωση κ.λ.π. (σε περίπτωση
ανώμαλης παρακαταθήκης δεν υφίσταται
υπεξαίρεση), είτε 2. χωρίς τη θέληση του
κυρίου πχ. ανακάλυψη θησαυρού ή
αρχαιοτήτων.
Σε περίπτωση συγκατοχής ο συγκάτοχος
που προβαίνει σε ιδιοποίηση, χωρίς να
έχει συγκατάθεση (διακοπής κατοχής) από
τους συγκατόχους του τελεί κλοπή. ενώ
υπεξαίρεση τελείται εφόσον υπάρχει
συγκατάθεση των συγκατόχων του.
Θα πρέπει στη υπεξαίρεση η περιέλευση
της κατοχής στο δράστη να έγινε προ ή
κατά την στιγμή της ιδιοποίησης.
Στην υπεξαίρεση χρειάζεται να εκδηλώνεται
έμπρακτα ο σκοπός της ιδιοποίησης
(πραγμάτωση της θέλησης του δράστη), σε
αντίθεση με τη κλοπή όπου αρκεί σκοπός
παράνομης ιδιοποίησης. Η πραγμάτωση
της θέλησης του δράστη για ιδιοποίηση
εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους.
Παράνομη είναι η ιδιοποίηση που έρχεται
σε αντίθεση με τη τάξη ιδιοκτησίας που
ορίζουν οι νόμοι και το εμπράγματο
δίκαιο. Το παράνομο της ιδιοποίησης δεν
συνεπάγεται πάντα και το άδικο της
πράξης υπεξαίρεσης, λόγω του ότι μπορεί
να συντρέχει περίπτωση που αίρει το
άδικο από το νόμο (π.χ. κατάσταση ανάγκης)
ΤΙ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ ΤΗ ΚΛΟΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ
Στη κλοπή ο δράστης αφαιρεί τη κατοχή
με σκοπό την ιδιοποίηση, ενώ στην
υπεξαίρεση προβαίνει στην ιδιοποίηση
του πράγματος που έχει ήδη στη κατοχή
του, συνήθως με νόμιμο τρόπο. Στη κλοπή
υπάρχει προσβολή κατοχής, ενώ στην
υπεξαίρεση δεν υφίσταται τέτοια προσβολή.
ΠΟΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ
ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗΣ
Από τη διάταξη του άρθρου 375 Π.Κ. προκύπτει
ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος
της υπεξαιρέσεως απαιτείται:
α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος,
που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά
ή εν μέρει ξένο, κατά την έννοια του
αστικού δικαίου αναφορικώς με την
κυριότητα,
β) η κατοχή του πράγματος αυτού, ως
πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή
κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την
εξουσίαση του κινητού πράγματος από το
δράστη κατά τη βούλησή του, να έχει
περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο κατά
τον χρόνο που τελέσθηκε η αξιόποινη
πράξη του δράστη,
γ) η παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος
από τον δράστη, η οποία συντρέχει όταν
αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του
ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία,
δ) δολία προαίρεση του δράστη, που
περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα
είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί
παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με
την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς
του στον ιδιοκτήτη.
Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο
αφότου ο δράστης επεχείρησε οποιαδήποτε
πράξη ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας,
με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του
να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα
(χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο στην
δική του περιουσία).
Χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως
θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του
Π.Κ. ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος
εξεδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη
ιδιοποίηση του ξένου πράγματος και
ενσωματώσεώς του στην περιουσία του,
με εμφανείς υλικές ενέργειες.
Το πράγμα είναι ξένο όταν ευρίσκεται
σε ξένη εν σχέσει με τον δράστη
κυριότητα,όπως αυτή διαπλάσσεται στον
Αστικό Κώδικα. Τοιαύτη περίπτωση ξένου
κινητού πράγματος αποτελούν και τα
χρήματα. Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη,
όταν γίνεται χωρίς την συναίνεση του
ιδιοκτήτου ή όταν ο δράστης κατακρατεί
το ξένο πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς
δικαίωμα αναγνωριζόμενο από τον νόμο
και με δόλια προαίρεση να το ενσωματώσει
στην ιδία αυτού περιουσία.
Η δυνάμει συμβάσεως κατοχή του πράγματος
και η επιστροφή του προς τον κύριο από
μόνη την παρέλευση της συμβατικής
προθεσμίας δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα
της υπεξαιρέσεως, αλλά απαιτείται, όπως
προαναφέρθηκε, να υπάρξει εκδηλωτική
βούληση ιδιοποιήσεως συνυφασμένη με
εμφανείς υλικές πράξεις εκ μέρους του
δράστη τελέσεως του εγκλήματος,
μεταγενέστερες της αναζητήσεως του
πράγματος από τον κύριο αυτού και
δηλωτικές δημιουργίας τέτοιας καταστάσεως
η οποία κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις
εξομοιώνει τον κύριο του πράγματος με
ξένο προς τούτο με συνέπεια να αδυνατεί
αυτός να ασκήσει τις εξουσίες του αμέσως
ή εμμέσως στο πράγμα αλλά να πρέπει να
υπερκεράσει τα σοβαρά εμπόδια που θέτει
σ` αυτόν η συμπεριφορά του δράστη.
Από τη διάταξη του άρθρου 719 του Αστικού
Κώδικα (Α.Κ.) προκύπτει ότι ο εντολοδόχος
έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα
οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της
εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή
της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα
επί των χρημάτων που αποκτά για την
εκτέλεση της εντολής, γι` αυτό σε περίπτωση
μη αποδόσεως αυτών στον εντολέα και
παράνομης ιδιοποιήσεως όσων απέκτησε
για την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει
υπεξαίρεση.
Υποκειμενικά, προς θεμελίωση της ποινικά
αξιόλογης αυτής αδικοπραξίας, απαιτείται
δόλος του δράστη, που εκδηλώνεται με
οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει
εξωτερίκευση της θέλησής του να
ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο
δικαιολογητικό λόγο, στη δική του
περιουσία. Επομένως, σύμφωνα με τα
προεκτεθέντα, ο εντολοδόχος διαπράττει
υπεξαίρεση, όταν αρνείται να αποδώσει
στον εντολέα καθετί που έλαβε, κατ` άρθρο
719 Α.Κ. Ακόμη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,
υπαίτιος υπεξαίρεσης καθίσταται και ο
εντολοδόχος, ο οποίος, κατά το άρθρο 713
Α.Κ., έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει
χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή
υλικής φύσεως που του ανατέθηκε από τον
εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον
τελευταίο το κινητό πράγμα ή τα χρήματα
που αυτός του εμπιστεύθηκε.
Ο προσδιορισμός του αντικειμένου της
υπεξαίρεσης ως ιδιαιτέρως μεγάλης
αξίας, αποτελεί πραγματικό ζήτημα,
γίνεται με βάσει τις συνθήκες της αγοράς
κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος,
από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά
η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από
τη συναλλακτική σύγκριση των οποίων
συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση,
αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη.
ΔΟΛΟΣ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗΣ
Στην υπεξαίρεση απαιτείται δόλος, αρκεί
και ο ενδεχόμενος, σύμφωνα με το άρθρο
27 παρ. 1 Π.Κ. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει
ότι το πράγμα είναι ξένο, να θέλει να
βρίσκεται στη κατοχή του με τη θέληση
παράνομης ιδιοποίησης. Η πλάνη σχετικά
με τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης είναι πραγματική και αίρει
το καταλογισμό. Η πλάνη ως προς το
παράνομο της ιδιοποίησης διακρίνεται
κατά την πιο ορθή γνώμη σε πλάνη ως προς
το κανόνα δικαίου και πλάνη ως προς τα
πραγματικά περιστατικά και ισχύουν όσα
είπαμε για την κλοπή στο προηγούμενο
άρθρο.
ΠΟΤΕ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗΣ
Κατά τη κρατούσα γνώμη γίνεται δεκτή η
ύπαρξη απόπειρας στην υπεξαίρεση.
Περιορίζεται η απόπειρα στην υπεξαίρεση
σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου η πράξη
δεν περιέχεται στην αντικειμενική
υπόσταση της υπεξαίρεσης, αλλά ειναι
συναφής με αυτή. Από τη διάταξη του άρθ.
42 παρ. 1 Π.Κ. συνάγεται ότι απόπειρα είναι
πράξη, η οποία επιχειρείται με το δόλο
τελέσεως ορισμένου εγκλήματος. Περιέχει,
κατά την παράσταση των γεγονότων στο
νου του δράστη, τουλάχιστον αρχή
εκτελέσεως αυτού. Ως αρχή εκτελέσεως
θεωρείται η πράξη με την οποία αρχίζει
να πραγματώνεται η αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος καθώς και
εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια
με την πράξη, ώστε κατά τη φυσική αντίληψη
των πραγμάτων να θεωρείται μέρος αυτής.
ΚΑΤ΄ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗΣ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του
Π.Κ., η αξία του αντικειμένου της πράξης
και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό
όφελος που προκύπτουν από την κατ`
εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος
λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης
απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις
στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις
αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης
προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία
του αντικειμένου, δηλαδή με τη συνολική
βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος
που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή
σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικότερων
πράξεων του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος
απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή
στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της
πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία
για μία από ή για περισσότερες τις επί
μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως
του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής
της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ.
Τη συνέχεια του θέματος αυτού μπορείτε
να διαβάσετε για ενημέρωσή σας την
επόμενη βδομάδα. Στο β΄μέρος του άρθρου
που αφορά την υπεξαίρεση θα μιλήσουμε
ειδικότερα για ηθική αυτουργία,
συναυτουργία, συνέργεια, διακεκριμένες
περιπτώσεις υπεξαίρεσης, υπεξαίρεση
ευτελούς αξίας και για άμεση ανάλωση,
υφαιρέσεις, την απόδοση ιδιοποιημένου
πράγματος και την υπεξαίρεση στην
υπηρεσία. Καλό Σαββατοκύριακο και Καλή
Καθαρή Δευτέρα σε όλους.
Συντομογραφίες: Π.Κ. = Ποινικός Κώδικας
(συνεχίζεται με το β΄μέρος)
*Μη χάσετε το Β' ΜΕΡΟΣ για την υπεξαίρεση
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
*Μη χάσετε το Β' ΜΕΡΟΣ για την υπεξαίρεση
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ευχαριστώ για την επίσκεψη. Για οποιαδήποτε ερώτηση ή απορία επικοινωνήστε μαζί μας. Θα χαρώ πολύ να συνομιλήσω μαζί σας για το θέμα που σας απασχολεί. - Γιώργος Γιαγκουδάκης, Ειδικός Δικηγόρος Διαζυγίων - Οικογενειακού δικαίου στη Καβάλα
Tηλέφωνα 2510834031, κιν. 6945227120, giagkoud@yahoo.com
Γιώργος Π. Γιαγκουδάκης, Δικηγόρος Καβάλας
Διαζύγια - Ποινικά - Ιντερνετ
Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με το δικηγορικό γραφείο μου
επισκεφθείτε το site μας