* Δημοσιεύτηκε 10 /3/2014 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Αγαπητοί αναγνώστες στο β΄μέρος του
άρθρου που αφορά την ληστεία θα μιλήσουμε
ειδικότερα για τη ληστρική κλοπή (μορφή
ληστείας), για την συναυτουργία και την
απόπειρα της ληστείας.
ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΚΛΟΠΗ
Για τη στοιχειοθέτηση της εγκληματικής
πράξεως της ληστρικής κλοπής που
προβλέπεται και τιμωρείται από τις
διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του
άρθρου 380 του Π.Κ. απαιτείται α) η τέλεση
κλοπής υπό την έννοια του άρθρου 372 του
Π.Κ. δηλαδή αφαίρεση ξένου (εν όλω ή εν
μέρει) κινητού πράγματος από την κατοχή
άλλου με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση,
β) αυτόφωρος κατάληψη του δράστη πριν
εξασφαλίσει το πράγμα, γ) βία για τη
διατήρηση του πράγματος, χωρίς όμως να
μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πράξεως
ως ληστρικής κλοπής από
το ότι η χρήση της βίας απέβλεπε και
στην αποτροπή της συλλήψεως του, και δ)
δολία προαίρεση που συνίσταται στη
γνώση της επ` αυτοφώρου καταλήψεως αυτού
και τη θέληση να διατηρήσει με τη χρήση
της βίας το αντικείμενο της κλοπής.
Το έγκλημα δε αυτό, κατ` ορθή έννοια των
παραπάνω διατάξεων και του άρθρου 42 του
ίδιου Κώδικα, είναι τετελεσμένο ευθύς
ως ο δράστης χρησιμοποιήσει σωματική
βία ή απειλές με επικείμενο κίνδυνο
σώματος ή ζωής προς διατήρηση του
αφαιρεθέντος πράγματος, ανεξαρτήτως
του αν κατόρθωσε τούτο.
Στη ληστρική κλοπή εν αντιθέσει με τις
άλλες μορφές ληστείας η βία ή απειλή
χρησιμοποιούνται προκειμένου να
διατηρηθεί η κατοχή του κλαπέντος
πράγματος που έχει ήδη αφαιρεθεί από
το θύμα. (σε πρόσφατο χρονικά στάδιο
απομάκρυνσης,τοποθέτησης σε ασφαλές
μέρος του κλοπιμαίου ή σε καταδίωξη).
Στις άλλες μορφές η βία ή απειλή
χρησιμοποιούνται ως μέσα για την αφαίρεση
ή τη παράδοση της κατοχής από το θύμα.
Στη ληστρική κλοπή πρέπει να υφίσταται
σύνδεση της κλοπής και της βίας ή απειλής
ως μέσου σκοπού με το τόπο και το χρόνο
της κλοπής.
ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗ ΛΗΣΤΕΙΑ
Κατά το άρθρο 45 του Π.Κ, αν δύο ή περισσότεροι
τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη,
καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον
όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά
κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συναυτουργός
θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της
αντικειμενικής υποστάσεως του
διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας
ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν
με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος.
Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να
συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει
την όλη αντικειμενική υπόσταση του
εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα
πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί
μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες
ή διαδοχικές.
Ειδικότερα, για την στοιχειοθέτηση κατά
συναυτουργία του εγκλήματος της ληστείας,
απαιτείται αντικειμενικώς με σύμπραξη
περισσοτέρων, είτε συγχρόνως μεταξύ
τους, είτε διαδοχικώς, ως αμέσων αυτουργών,
κατά την εκτέλεση του ενός, από τα
συνθετικά του, εγκλήματος με την ενέργεια
από τον καθένα πράξεων που αποτελούν
την αντικειμενική υπόσταση αυτού, και
υποκειμενικά συναπόφαση, δηλαδή κοινός
δόλος για την εκτέλεση του εγκλήματος
με την κοινή δράση και γνώση του καθενός
της προθέσεως του άλλου.
Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας
πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι
καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα
πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί
μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες
ή διαδοχικώς. Και πρέπει να αναφέρονται
τα πραγματικά περιστατικά της κατά
συναυτουργία τελέσεως, χωρίς όμως να
είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η δράση
και οι επί μέρους ενέργειες του καθενός
συναυτουργού (Ολ.Α.Π. 50/1990).
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΛΗΣΤΕΙΑΣ
Κατά το άρθ. 42 παρ. l του Π.Κ., " όποιος,
έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει
κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί
πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή
εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα
ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή
ελαττωμένη". Ως αρχή εκτελέσεως
θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η
οποία αποτελεί τμήμα, εν όλω ή εν μέρει,
της αντικειμενικής υποστάσεως του
εγκλήματος που έχει αποφασίσει να
τελέσει και που οδηγεί κατ`ευθείαν στην
πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε
άμεση και αναγκαία σχέση συνάφειας,
ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται
τμήμα αυτής, προς την οποία θα κατέληγε
αμέσως, αν δεν ήθελε ανακοπεί για
οποιοδήποτε λόγο.
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων
των άρθρων 42 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ,
προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας,
βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που
το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που
περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς
του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια
του δράστη, η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς
εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση
της αντικειμενικής του υποστάσεως,
δηλαδή την αφαίρεση του κινητού ή την
παράδοσή του στον δράστη, καθώς και
εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια
ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την
ανωτέρω πράξη, ώστε, κατά τη φυσική
αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να
θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και
συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου
σχεδίου του δράστη. Το έγκλημα θεωρείται
τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε
το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου,
θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του
φυσική εξουσία, έστω και για ελάχιστο
χρόνο.
Δυνατή είναι η απόπειρα από τη στιγμή
που γίνει χρήση των εκβιαστικών μέσων,
αλλά δεν έγινε εφικτή η αφαίρεση του
πράγματος για λόγους ανεξάρτητους της
θέλησης του δράστη.
Περαιτέρω στη παρ. 1 άρθρου 187 Π.Κ. "
Εγκληματική οργάνωση" προβλέπεται
ότι τιμωρείται με Κάθειρξη μέχρι δέκα
ετών όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως
μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση
ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα
(οργάνωση) "που επιδιώκει" τη
διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων
που προβλέπονται μεταξύ άλλων και στο
άρθρο 380 Π.Κ. (ληστεία) κ.λ.π
Κλείνοντας
το θέμα να σας ενημερώσουμε ότι έχουν
επέλθει σημαντικές αλλαγές στη νομοθεσία
περί εμπορικών μισθώσεων (π.δ. 34/1995) με
το άρθρο 13 του πρόσφατου νόμου
υπ΄ αριθ. 4242 (ΦΕΚ Α 50 28.2.2014) “Ενιαίος
Φορέας Εξωστρέφειας και άλλες διατάξεις”
που έχει ως εξής:
“Άρθρο
13 - 1. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο
πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και
συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του
παρόντος διέπονται από τους συμβατικούς
όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού
Κώδικα και του π.δ. 34/1995, με την εξαίρεση
των άρθρων 5-6,16-18, 20-26, 27 παρ. 2, 28-40, 43, 46 και
47 αυτού.
Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν
για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν
συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο
χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη
συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο
βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία
γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα
της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την
κοινοποίηση της.
2.α. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και έχουν συναφθεί,
παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς,
πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος,
συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων
των οποίων έχει λήξει η δωδεκαετής
διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα
(9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από
τις διατάξεις αυτού, όπως τροποποιείται
κατά το παρόν άρθρο.
β. Η παρ. 1 του άρθρου 16 του π.δ. 34/1995
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εκμισθωτής μπορεί μετά τη λήξη του
συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, και σε
κάθε περίπτωση όχι προτού περάσουν
δεκαοκτώ (18) μήνες ([ή ως προς τις μισθώσεις
του άρθρου 2
του
παρόντος εννέα (9) μήνες] από την έναρξη
της μίσθωσης, να καταγγείλει τη μίσθωση
για την
άσκηση
στο μίσθιο των δραστηριοτήτων του άρθρου
1 περιπτώσεις α` εως γ` ή, ως προς τις
μισθώσεις του άρθρου 2, των δραστηριοτήτων
κατά το άρθρο αυτό από τον ίδιο, τον
κύριο, τα
τέκνα
ή σύζυγο τους (ιδιόχρηση).»
γ. Η παρ. 1 του άρθρου 23 του π.δ. 34/1995
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εκμισθωτής μπορεί να καταγγείλει
τη μίσθωση για ανοικοδόμηση του μισθίου
από αυτόν ή
τον
κύριο του μισθίου:
α) Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου,
εκτός αν ο χρόνος αυτός υπερβαίνει την
εξαετία, οπότε
η
καταγγελία της μίσθωσης μπορεί να γίνει
μετά την πάροδο έξι (6) ετών από την έναρξη
της
μίσθωσης.
β) Μετά την πάροδο δεκαοκτώ (18) μηνών από
την έναρξη της μίσθωσης σε περίπτωση
που ο
συμβατικός
χρόνος της μίσθωσης είναι μικρότερος
από δεκαοκτώ (18) μήνες ή η μίσθωση έχει
αόριστη
διάρκεια.
γ) Μετά την πάροδο εννέα (9) μηνών από την
έναρξη της μίσθωσης, στις περιπτώσεις
του άρθρου 2 του παρόντος, αν ο συμβατικός
χρόνος της μίσθωσης είναι μικρότερος
από εννέα (9) μήνες ή η μίσθωση έχει
αόριστη διάρκεια.»
δ. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του
π.δ. 34/ 1995 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Στην καταγγελία της μίσθωσης για το
λόγο των άρθρων 16 έως 17, ο εκμισθωτής
οφείλει στο
μισθωτή
ως αποζημίωση το κατά το χρόνο της
καταγγελίας καταβαλλόμενο μίσθωμα οκτώ
(8)
μηνών
και στην καταγγελία της μίσθωσης για
το λόγο του άρθρου 23 παράγραφος 1 το κατά
το
χρόνο
της καταγγελίας μίσθωμα έξι (6) μηνών.
2. Με αίτηση του μισθωτή το δικαστήριο
μπορεί να αυξήσει το ποσό της αποζημίωσης,
στην καταγγελία για ιδιόχρηση μέχρι
δεκαπέντε (15) μηνιαία μισθώματα και στην
καταγγελία για ανοικοδόμηση μέχρι εννέα
(9) μηνιαία μισθώματα. Η προηγούμενη
αύξηση γίνεται, αφού το
δικαστήριο
εκτιμήσει τις ειδικές συνθήκες και
ιδίως τις δαπάνες για τη μεταστέγαση
του μισθωτή,
το
χρόνο που λειτουργεί η επιχείρηση στο
μίσθιο, τις τυχόν οφειλόμενες από το
μισθωτή αποζημιώσεις στο προσωπικό του
από την καταγγελία της εργασιακής
σχέσης, καθώς και τον
υπολειπόμενο
χρόνο που αυτός είχε το δικαίωμα να
παραμείνει στο μίσθιο.»
ε. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 30 του
π.δ. 34/ 1995 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Η αποζημίωση κατά την πρώτη παράγραφο
του προηγούμενου άρθρου στην καταγγελία
για
ιδιόχρηση
είναι ίση με δεκαπέντε (15) μηνιαία
μισθώματα, αν ασκηθεί στο μίσθιο μέσα
σε ένα (1)
έτος
από την απόδοση του, επιχείρηση όμοια
με την ασκούμενη από τον μισθωτή, εκτός
αν το
μίσθιο
από την κατασκευή είναι προορισμένο
για την ίδια χρήση.
2. Το δικαστήριο μπορεί να αυξήσει το
ποσό της αποζημίωσης μέχρι είκοσι (20)
μηνιαία μισθώματα με τις προϋποθέσεις
της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου
άρθρου.»
3. Τα άρθρα 60 και 61 του π.δ. 34/1995 καταργούνται.
Ειδικά σε περίπτωση καταγγελίας από
τον εκμισθωτή μέχρι 31.8.2014 μίσθωσης η
οποία πρόκειται να λήξει μέχρι 31.8.2014
λόγω συμπλήρωσης της δωδεκαετούς
διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ.
34/1995 ή μίσθωσης που έληξε ήδη για τον
ίδιο λόγο αλλά δεν έχουν παρέλθει μέχρι
τις 31.8.2014 εννέα (9) μήνες από τη λήξη της
ή μίσθωσης που τελεί υπό τετραετή
παράταση σύμφωνα με την περίπτωση δ`
του άρθρου 61 του π.δ. 34/1995, ο εκμισθωτής
οφείλει στον μισθωτή ως αποζημίωση ποσό
ίσο με το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο
λήξης της μίσθωσης έξι (6) μηνών.”
Σε
αυτό το σημείο ολοκληρώθηκε ένα ακόμη
νομικό άρθρο μας. Ραντεβού το επόμενο
Σάββατο. Θα είμαστε πάλι μαζί με ένα
ακόμη νομικό θέμα. Καλή βδομάδα. Να' στε
όλοι καλά.
Συντομογραφίες: Π.Κ. = Ποινικός Κώδικας
Γιώργος Π. Γιαγκουδάκης, Δικηγόρος Καβάλας
Διαζύγια - Ποινικά - Ιντερνετ
Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με το δικηγορικό γραφείο μου
επισκεφθείτε το site μας
*Υ.Γ.: Στείλε το σχόλιο σου, κάνε LIKE και γράψου στη mailing list. Ευχαριστώ.