H ύπαρξη αρχείου κρυφού και κρυφών (μη δημοσιοποιημένων) προσωπικών δεδομένων βασική προϋπόθεση εφαρμογής του άρθ. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997
Σύμφωνα με τη νομολογία όσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας - αντίθετα, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή είναι ήδη ολοκληρωμένη και παύει να είναι άξια προστασίας κατά το Ν 2472/1997.
Ενδεικτικά παραθέτουμε αποσπάσματα δύο σχετικών δικαστικών αποφάσεων:
"... Επιπλέον, οι ποινικές κυρώσεις του Ν. 2472/1997 ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Σημειώνεται δε ότι το άρθ. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 σκοπό έχει τον οριζόμενο δια του ά. 1 του Ν. 2472/1997, ήτοι να αποτρέψει ποινικοποιώντας προσβολές του εννόμου αγαθού της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση.
Οι προσβολές του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση και της ιδιωτικής ζωής τότε μόνο είναι κατά την έννοια και τον σκοπό του νόμου κολάσιμες, όταν πραγματώνονται με δίχως δικαίωμα επέμβαση σε (παράνομα ή νόμιμα) συσταθέν αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με λήψη γνώσης αυτών, με αφαίρεση, με επεξεργασία, με μετάδοση, με ανακοίνωση, με γνωστοποίηση σε τρίτους κ.λπ.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι ο νόμος ποινικοποιεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής και την αποκάλυψη των στοιχείων της, η οποία ακολουθεί την κατάργηση του απορρήτου. 'Αλλωστε, και στις περιπτώσεις που ο Ποινικός Κώδικας προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα του προσώπου (βλ. ά. 370, 370Α, 371) τιμωρεί την παραβίαση κάποιου απορρήτου.
Ο Ν. 2472/1997 τιμωρεί, λοιπόν, μόνο την παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, ήτοι μόνο τις επεμβάσεις σε αρχεία που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και, ως εκ τούτου, η ύπαρξη αρχείου κρυφού και κρυφών (μη δημοσιοποιημένων) προσωπικών δεδομένων είναι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθ. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, οι οποίες διαγράφουν και τα όρια του ρυθμιστικού πλαισίου, της περιοχής ισχύος, του πεδίου εφαρμογής του Νόμου. Ο νόμος θεωρεί δηλαδή ότι άξια ποινικού κολασμού είναι η επεξεργασία των κρυφών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ακολουθεί την επέμβαση σε κρυφό αρχείο. 'Οσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας, ενώ, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή της είναι ήδη ολοκληρωμένη και παύει να είναι άξια προστασίας από το Ν. 2472/1997.
(βλ. ΑΠ 1187/2009, Πρ&ΛογΠοινΔικ 2009 σελ. 521· ΑΠ 2079/2007, ΠοινΧρον 2008, σελ. 312· ΣυμβΠλημΣαμ 34/2001, ΠοινΔικ 2002, σελ. 881· ΔιατΕισΠλημΑθ ΕΓ 94-20/35/22Δ/10, ΔιατΕισΠλημΑθ ΕΓ 98-10/388/7Δ/11, Διάταξη ΕισΠλημΑθ Α3/2009, αδημ., Εφετείο Αθηνών 7960/2011, αδημ, ΔιατΕισΕφΑθ 114/2011, αδημ).
'Αλλωστε, η διάρθρωση και η δομή του άρθ. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, στο οποίο τυποποιούνται οι τρόποι προσβολής του δικαιώματος σε πληροφοριακή αυτοδιάθεση (υπαλλακτικώς μικτό είναι το έγκλημα και, ως εκ τούτου η συρροή είναι φαινομενική πραγματική κατά την ορθότερη άποψη, γιατί μία μονάδα εννόμου αγαθού προσβάλλεται) αποδεικνύει ότι ο νόμος βαθμιαία τυποποιεί σε έγκλημα την επέμβαση στο κρυφό αρχείο, τη λήψη γνώσης κρυφών-μη δημοσιοποιημένων προσωπικών δεδομένων, την αποκάλυψη και τη γνωστοποίηση αυτών σε τρίτους. '' ( απόσπασμα 175/2014 ΕΦ ΑΘ (ΠΟΙΝ) )