* Δημοσιεύτηκε 20/ 9 /2014 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Πότε τελείται
το έγκλημα της κοινής απιστίας και πως
τιμωρείται; (Μέρος Α΄)
Το έγκλημα της
κοινής απιστίας (δεν έχει καμιά σχέση
με τη συζυγική απιστία) προβλέπεται στο
άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα και
περιλαμβάνεται στο 24ο Κεφάλαιο του
Ειδικού Μέρους με τον τίτλο "Εγκλήματα
κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων".
Κατά το εν λόγω άρθρο το έγκλημα αυτό:
"’Οποιος με γνώση ζημιώνει την
περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του
νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια
ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για
ορισμένη πράξη), τιμωρείται με Φυλάκιση
τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εάν η
περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσόν
των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ο
δράστης τιμωρείται με Κάθειρξη μέχρι
δέκα (10) ετών. (το ποσό αυτό αναπροσαρμόσθηκε
από 15.000 σε 30.000 ευρώ από 2 Απριλίου 2012
(έναρξη ισχύος του νόμου) με την παρ. 2
περ. ε` άρθρου 24 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012)
Το έγκλημα είναι
πλημμέλημα (φυλάκιση 3-5 έτη) και σε
περίπτωση επέλευσης περιουσιακής ζημιάς
πάνω από 30.000 ευρώ κακούργημα (κάθειρξη
5-10 έτη) . Διώκεται αυτεπάγγελτα.
Η διάταξη του
άρθρου (390 Π.Κ.) είναι ενταγμένη στην
κατηγορία των εγκλημάτων κατά των
περιουσιακών δικαίων. Στο έγκλημα της
κοινής απιστίας, υποκείμενο μπορεί να
είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και νομικό
αντικείμενό της αποτελεί η αλλότρια
περιουσία, της οποίας το πρόσωπο ασκεί
την επιμέλεια ή τη διαχείριση.
Προστατευόμενο
έννομο αγαθό της εν λόγω διάταξης είναι
η περιουσία ως σύνολο, κατά μία άποψη
μάλιστα και η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ
δράστη και παθόντος. Η διάταξη του άρθρου
390 Π.Κ. καλύπτει τις περιπτώσεις που δεν
συνιστούν υπεξαίρεση, φθορά ή κλοπή,
αλλά ούτε και απάτη ή εκβίαση γιατί η
βλάβη προκαλείται χωρίς άσκηση βίας ή
παραπλάνησης.
Από τη διάταξη
αυτή συνάγεται ότι ουσιώδη στοιχεία
του αδικήματος της απιστίας είναι η
παρά του υπαιτίου χωρίς σκοπό νοσφισμού
(να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο
περιουσιακό όφελος) κατά την επιμέλεια
ή διαχείριση ξένης περιουσίας, που του
έχει ανατεθεί από το νόμο ή με δικαιοπραξία,
εν γνώσει επαγωγή ζημίας στην περιουσία
αυτή, κατά κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής
εξουσίας του με ενέργεια εξωτερική .
Κατά την κρατούσα
στη νομολογία και την επιστήμη άποψη,
η ενέργεια αυτή πρέπει να έχει εξωτερική
φύση, καθώς εάν η ζημία προέλθει από
εσωτερική ενέργεια, όπως είναι η
ιδιοποίηση, θα πρόκειται για υπεξαίρεση.
Θα πρέπει, δηλαδή, η ζημία να επέλθει
από διαχειριστική πράξη ή παράλειψη
του δράστη, κατά κατάχρηση της έναντι
τρίτων αντιπροσωπευτικής εξουσίας του.
Συνεπώς, πράξεις εσωτερικές είτε με
υλικό είτε με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα,
και εξωτερικές που έχουν είτε υλικό
είτε δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά
δεν αποτελούν ενάσκηση της αντιπροσωπευτικής
εξουσίας, δεν συνιστούν απιστία.
Από την θεωρία
και την νομολογία διαμορφώθηκαν ως εξής
τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης
της απιστίας : 1) Ο δράστης να έχει την
διαχείριση ή επιμέλεια ξένης περιουσίας
(ολική ή μερική ή για ορισμένη μόνο
πράξη) βάσει του νόμου (όπως ο διαχειριστής
νομικού προσώπου, γονείς, επίτροπος,
εκτελεστής διαθήκης, σύνδικος πτώχευσης,
δικαστικός μεσεγγυούχος) ή δικαιοπραξίας
(λ.χ. σύμβαση εντολής, πληρεξουσιότητος,
εργασίας), νομίμως θεμελιωμένη εξουσία
αντιπροσωπεύσεως κατά το χρόνο τελέσεως
της πράξεως, 2) Η ζημιογόνα πράξη του να
αποτελεί πράξη ή παράλειψη έναντι τρίτων
σε σχέση με τον παθόντα με δικαιοπρακτικό
χαρακτήρα. Κατά κανόνα τέτοιες πράξεις
είναι οι δικαιοπραξίες ως πώληση, δωρεά
κτλ, οι οιονεί δικαιοπραξίες ως όχληση,
καταγγελία κτλ, οι διαδικαστικές πράξεις
ως ομολογία αγωγής κτλ, χωρίς να αρκεί
η ενέργεια υλικών πράξεων, αλλά πρέπει
να υπάρχει δυνατότητα πρωτοβουλίας και
λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη
του διαχειριστού, και η πράξη ή η παράλειψη
να επιφέρει ζημία στην ξένη περιουσία,
χωρίς όμως σκοπό ιδιοποιήσεως 3) Να
έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της
επιμελούς διαχείρισης, 4) Να επέλθει
οριστική περιουσιακή ζημία στην αλλότρια
περιουσία και 5) Να υφίσταται αντικειμενικός
αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πλημμελούς
διαχείρισης και της οριστικής ζημίας.
Για τη
στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος,
απαιτείται αντικειμενικά η επέλευση
βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου,
της οποίας ο δράστης έχει τη διαχείριση
ή επιμέλεια με βάση το νόμο ή τη
δικαιοπραξία, υποκειμενικά δε δόλος
και δη άμεσος, δηλαδή γνώση του δράστη
ότι με την πράξη του επιφέρει ζημία στην
περιουσία τρίτου προσώπου. Ως περιουσία
νοείται το σύνολο των εχόντων χρηματική
αξία οικονομικών αγαθών του προσώπου
που μπορεί να διατίθενται νομίμως,
δηλαδή αγαθών κάθε είδους, κινητών
(μεταξύ των οποίων και το χρήμα), ακινήτων,
απαιτήσεων, δικαιωμάτων, εμπραγμάτων
ή ενοχικών, καθώς επίσης και η νομή, η
σταθερή πελατεία, η με σταθερότητα
περιβαλλόμενη προσδοκία κτήσης τέτοιων
γενικώς οικονομικών αγαθών, και οι
ελπίδες ακόμη, όχι οι γενικές, απλές και
ακαθάριστες, αλλά οι στηριζόμενες σε
ορισμένες πιθανότητες. Βλάβη δε της
περιουσίας είναι η μείωση της που
επέρχεται με τη μεταβίβαση πράγματος
ή παροχής ή με την πληρωμή σε χρήμα,
δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της
χρηματικής αξίας του συνόλου της
περιουσίας προ της διαθέσεως αυτής και
της αξίας της περιουσίας που απομένει
μετά τη διάθεση της από το δράστη. Επίσης
βλάβη της περιουσίας είναι και το με
βεβαιότητα αναμενόμενο, αλλά διαφυγόν
κέρδος.
Περιουσιακή
βλάβη στην απιστία, όπως και επί απάτης,
μπορεί να συνιστά και η απλή συγκεκριμένη
διακινδύνευση της υπό διαχείριση
περιουσίας, όταν προκαλεί μείωση της
ενεστώσας αξίας αυτής, έτσι ώστε να
μπορεί να αποτιμηθεί ως ήδη επελθούσα
βλάβη. H ζημία στην ξένη περιουσία, πρέπει
να είναι βέβαιη και οριστική.
Από τις διατάξεις
του άρθρου 17 του Π.Κ. ως χρόνος τελέσεως
της πράξεως, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο
ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει.
Η αναφορά του ακριβούς χρόνου τελέσεως της
πράξεως στην απόφαση είναι αναγκαία
για την έναρξη και τον υπολογισμό του χρόνου της
παραγραφής
Ακολουθεί το Β΄ Μέρος