* Δημοσιεύτηκε 29/11 /2014 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Πως η αρχή
"Καμιά ποινή χωρίς νόμο" εξασφαλίζει
από αυθαιρεσία σε βάρος των πολιτών
(Μέρος Α’)
Στη σημερινή
εποχή της κρίσης σε όλα τα επίπεδα η εν
λόγω αρχή αποκτά ιδιαίτερο νόημα και
σημασία για τον πολίτη και τα δικαιώματά
του. Η νομολογία των δικαστηρίων μας
έχει κρίνει την μεγάλη σημασία και
εξασφαλιστική των δικαιωμάτων του
πολίτη λειτουργία αυτής της αρχής.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 Π.Κ. με το τίτλο
"Καμιά ποινή χωρίς νόμο" τίθενται
περιορισμοί στη χρονική ισχύ των ποινικών
νόμων: "Ποινή δεν επιβάλλεται παρά
μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις
οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει
πριν από την τέλεσή τους". Δηλαδή ο
νόμος που χαρακτηρίζει μια πράξη
αξιόποινη θα πρέπει να προϋπάρχει της
τελεσής της. Η αρχή αυτή επαναδιατυπώνεται
και στη παρ. 1 του άρθρου 7 του Συντάγματός
μας: " ‘Εγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή
επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει
πριν από την τέλεση της πράξης και να
ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν
επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη
που προβλεπόταν κατά την τέλεση της
πράξης. "
Το άρθρο 1 του
ΠΚ θέτει ως προμετωπίδα των διατάξεων
του Π.Κ. την αρχή "κανένα έγκλημα,
καμία ποινή χωρίς νόμο". Η αρχή αυτή
αποτελεί τον πυλώνα κάθε δημοκρατικού
ποινικού δικαίου και τέτοιο είναι το
δικό μας ποινικό δίκαιο, που από τη φύση
του αποβλέπει στο να εξασφαλίσει, όσο
δυνατό, το άτομο από την τυχόν αυθαίρετη
και καταπιεστική χρήση της ποινικής
εξουσίας. Η εν λόγω διάταξη, δημιούργημα
της φιλοσοφικής σκέψης των χρόνων του
Διαφωτισμού, αποτελεί θεμέλιο του
ποινικού δόγματος. Σκοπό έχει να
διαφυλάξει την προσωπικότητα ως αυτοτελή
αξία, από τους κινδύνους που συνεπάγεται
η κατάχρηση της ποινικής εξουσίας της
Πολιτείας. Η διάταξη αυτή, που
επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 7 § 1 του
Συντάγματος, αναγορεύει το νόμο σε
αποκλειστική πηγή θεμελιώσεως ή
επαυξήσεως του αξιοποίνου. Κατά την
αληθή έννοια της, η διάταξη αυτή αποκλείει
όχι μόνο την αναδρομική εφαρμογή των
ποινικών νόμων, αλλά, πλην άλλων, και
την καθοδηγούμενη απ` τους σκοπούς της
έννομης τάξης τελολογική ερμηνεία τους,
προκειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί για
τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου
(Απόφαση 8/2005 Ολομέλειας Α.Π.)
Οι ειδικότερες
αρχές που απορρέουν από την δικαιοκρατική
αρχή "κανένα έγκλημα καμία ποινή
χωρίς νόμο" είναι οι ακόλουθες: α) Η
αρχή nullum crimen nulla poena sine lege scripta, σύμφωνα
με την οποία απαιτείται μόνο νόμος να
χαρακτηρίζει μια πράξη ως αξιόποινη
και να προσδιορίζει την ποινή που
απειλείται για την τέλεσή της, β) Η αρχή
nullum crimen nulla poena sine lege certa, κατά την οποία
πρέπει το έγκλημα και η ποινή να
προβλέπονται με εξειδικευτική σαφήνεια
από το νόμο και συνεπώς απαγορεύονται
οι αόριστοι ποινικοί νόμοι τόσο ως προς
την έννοια του προβλεπόμενου εγκλήματος
όσο και ως προς την προβλεπόμενη ποινή,
γ) Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege stricta,
συνοπτικά "η αρχή της Lex Stricta", που
επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στη
χρήση της τελολογικής ερμηνείας ανάμεσα
στους οποίους κορυφαία θέση κατέχει η
απαγόρευση της αναλογικής ερμηνείας
για τη θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου,
δ) Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege praevia,
συνοπτικά "η αρχή της Lex Praevia", η
οποία επιτάσσει ο νόμος που προβλέπει
το έγκλημα και την ποινή να ισχύει
αποκλειστικά για το μέλλον και επομένως
απαγορεύεται η αναδρομικότητα νόμου
που θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο.
(ΣυμβΕφΑθ 347/2008)
Από τις
προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων
7 παρ.1 εδ΄α` του Συντάγματος και 1 του ΠΚ
που ορίζουν η μεν πρώτη ότι έγκλημα δεν
υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς
νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση
της πράξης και ορίζει τα στοιχεία της,
κατά δε τη δεύτερη ότι ποινή δεν
επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις
εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε
ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους,
προκύπτει η βούληση του συνταγματικού
και του κοινού νομοθέτη διπλής κατοχύρωσης
του ποινικού φαινομένου χάριν της
προσωπικής ασφάλειας των πολιτών,
επιβάλλεται δε στον κοινό νομοθέτη η
υποχρέωση κατά τη θέσπιση των ποινικών
νόμων να είναι σαφής και ακριβής, ώστε
κάθε νέα πράξη - εγκλήματα (άρθρο 14 ΠΚ)
να περιέχει τα στοιχεία της γενικής
δομής του εγκλήματος: α) πράξη, β) άδικη,
γ) καταλογιστή, δ) τιμωρούμενη με ποινή.
Επομένως οποιαδήποτε άλλη προσβολή που
δεν έχει τυποποιηθεί δεν αναγνωρίζεται
κατά νόμο, ως έγκλημα, χωρίς την ύπαρξη
των στοιχείων, τα οποία ο νομοθέτης
όρισε στη συγκεκριμένη πράξη. `Ετσι κάθε
νέα πράξη πρέπει να περιέχει τα γενικά
ελάχιστα δομικά στοιχεία του εγκλήματος,
παράλληλα με τα ειδικότερα στοιχεία
που προσιδιάζουν στη νέα πράξη, που
περιγράφεται με σαφήνεια και ακρίβεια,
με τιμωρία δε αυτής ο κοινός νομοθέτης
θέλει να προστατεύσει ορισμένο έννομο
αγαθό (απόφ. 588/2004 ΑΠ). -
Ακολουθεί το β΄μέρος