* Δημοσιεύτηκε 10 / 2/2014 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Αγαπητοί Αναγνώστες, συνεχίζοντας με
το β΄μέρος του άρθρου για την εξύβριση
θα μιλήσουμε για την περίπτωση της
απαλλαγής του δράστη της εξύβρισης λόγω
δικαιολογημένης αγανάκτησης, την
απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση, την υποβολή
έγκλησης στην εξύβριση, τις προσβολές
τιμής με ομαδικούς χαρακτηρισμούς, τη
δημοσίευση της δικαστικής απόφασης σε
προσβολές τιμής και τέλος επιγραμματικά
τις προσβολές παραπλήσιων εννόμων
αγαθών.
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΕΞΥΒΡΙΣΗΣ ΛΟΓΩ
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗΣ Κατά τη
παρ. 3 του άρθρου 361 (εξύβριση) προβλέπεται
ότι: " Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου
308 (δικαιολογημένη αγανάκτηση σε απλή
σωματική βλάβη) έχει και σ` αυτή την
περίπτωση εφαρμογή". Κατά το άρθρο
308 παρ. 3 : " 3. Ο υπαίτιος της πράξης
της παρ. 1 είναι δυνατό να απαλλαγεί από
κάθε ποινή αν παρασύρθηκε στην πράξη
από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας
μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που
τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν
του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή
βάναυση."
Από το συνδυασμό των διατάξεων των
άρθρων 361 παρ. 3 και 308 παρ. 3 του Π.Κ.,
προκύπτει ότι ο ισχυρισμός του υπαιτίου
της πράξεως της εξυβρίσεως, ότι παρασύρθηκε
στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση
εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης
πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του
ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα
σκληρή ή βάναυση, είναι αυτοτελής, εφόσον
κατά τις διατάξεις αυτές, σε περίπτωση
βασιμότητάς του, είναι δυνατό ο υπαίτιος
να απαλλαγεί από κάθε ποινή.
Επιβάλλεται η πράξη του υπαιτίου να
θεωρηθεί ως απολύτως αναγκαία, η οποία
προκλήθηκε από επιτακτική έκδηλη
κατάσταση αγανακτήσεως και να υπάρχει
χρονική συμβατότητα μεταξύ της
εξυβρίσεως και της λαβούσης χώραν
προηγουμένης συμπεριφοράς του παθόντος,
η οποία να χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα
σκληρή ή βάναυση, υπό την έννοια της
άκρας σημαντικής προσβολής του προσώπου
του υπαιτίου, η οποία του επιτρέπει να
αμυνθεί χάριν προστασίας της ατομικότητας.
Η σύγκριση των δύο καταστάσεων, ήτοι
της εξυβρίσεως και της υπάρξεως των
όρων της παρ. 3 του άρ. 308 ΠΚ θα λάβει χώραν
από το δικαστήριο, η δε αλληλεπίδραση
εξαρτάται εκ των προβαλλομένων πραγματικών
περιστατικών, η θετική ή αρνητική κρίση
θα θεμελιωθεί σε αποδεκτά γενόμενα
γεγονότα, τα οποία θα αποτελούν βάση
της δικαστικής κρίσεως.
Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να
προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και
ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά
περιστατικά που είναι αναγκαία για τη
θεμελίωσή τους και δεν αρκεί μόνη η
επίκληση της νομικής διάταξης που τους
προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον
οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία.
Η αόριστη προβολή αυτών δεν υποχρεώνει
το δικαστήριο όχι μόνο να τους απορρίψει
αιτιολογημένα αλλά και να απαντήσει σ`
αυτούς (απόφ. 698/2004 Α.Π., απόφ. 534/1999 Α.Π.)
.
Οι κρίσεις για πράξη "ιδιαίτερα σκληρή
ή βάναυση" και για "δικαιολογημένη
αγανάκτηση" είναι νομικές έννοιες
και συνεπώς υπόκειται σε έλεγχο Α.Π. η
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που
έκρινε σχετικώς τα πραγματικά περιστατικά
της εκάστοτε υπόθεσης.