💎 ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ
ΝΕΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ με το άρθρο 71 Ν.5090/2024,ΦΕΚ A’ 30/23.02.2024
Άρθρο 53. - Δίωξη μόνο με έγκληση.
«1 . Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον Ποινικό Κώδικα ή σε άλλους νόμους, η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντος.
Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Αν δεν κατατεθεί παράβολο, η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004 (Α’ 24). Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρο 82Α ΠΚ) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε αυτούς, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου. Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, με την οποία η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω μη κατάθεσης παραβόλου, δεν επιτρέπεται άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 52.»
*** Τα εδάφια δεύτερο έως και όγδοο προστέθηκαν και η παρ.1 διαμορφώθηκε ως άνω
με το άρθρο 71 Ν.5090/2024,ΦΕΚ A’ 30/23.02.2024. Έναρξη ισχύος,σύμφωνα
με το άρθρο 138 παρ.3 του αυτού νόμου, από τη δημοσίευση αυτού στην Ε.τ.Κ.
2. Αφού υποβληθεί η έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αν η δίωξη ασκήθηκε χωρίς έγκληση, η σχετική με την έγκληση δήλωση μπορεί να γίνει από τον παθόντα και στο ακροατήριο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό.
=========================
* Δημοσιεύτηκε 27/1/2014 στην "Πρωϊνή" Εφημερίδα της Καβάλας
Στο πρώτο μέρος του άρθρου μιλήσαμε
για τον ορισμό της έγκλησης, για το
κανόνα της αυτεπάγγελτης δίωξης των
εγκλημάτων, την κατ΄εξαίρεση με έγκληση
δίωξη ορισμένων αξιόποινων πράξεων που
ορίζει ρητά ο νόμος, για τα εγκλήματα
που διώκονται κατ΄έγκληση, τα πρόσωπα
που έχουν δικαίωμα έγκλησης και στο τι
ισχύει σε περίπτωση έγκλησης σε βάρος
ενός από τους συμμετόχους της εγκαλούμενης
πράξης.
Σήμερα συνεχίζουμε για να ολοκληρώσουμε
το θέμα με τα παρακάτω θέματα που αφορούν
την έγκληση:
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΓΚΛΗΣΗΣ ΚΑΙ
ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΜΗ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ
Η προθεσμία υποβολής της έγκλησης είναι
τρίμηνη. Η προθεσμία αυτή είναι
αποκλειστική, αποσβεστική και νόμιμη.
Στη προθεσμία αυτή υπολογίζεται και η
μέρα της γνώσης τέλεσης της αξιόποινης
πράξης. Είναι σχετικά σύντομη προθεσμία,
ώστε να μην υπάρχει επί μακρόν χρονικό
διάστημα αιωρούμενη η αβεβαιότητα περί
του αν μια πράξη θα πρέπει να διωχθεί
ποινικά ή όχι. Αρχίζει η προθεσμία
"από την ημέρα που έλαβε γνώση (ο
εγκαλών) για την πράξη που τελέστηκε
και για το πρόσωπό που την τέλεσε ή για
έναν από τους συμμετόχους της".
Αυτή η γνώση θεωρείται ότι υπάρχει αν
το πρόσωπο που δικαιούται να υποβάλει
έγκληση γνωρίζει όλα τα συγκεκριμένα
πραγματικα περιστατικά της πράξης
(αντικειμενικής και υποκειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος) και του
συγκεκριμένου δράστη. Δεν απαιτείται
να γνωρίζει και το όνομα του δράστη. Ως
γνώση, κατά την άνω διάταξη, νοείται
«τι πλέον της απλής υπόνοιας και
ολιγώτερον της πλήρους βεβαιότητος»,
δηλαδή «κάτι περισσότερο από την υποψία
και κάτι λιγότερο από την βεβαιότητα».
Συνεπώς, δεν υφίσταται «γνώση», μόνον
όταν υπάρχει απλή υπόνοια ή παροχή
κάποιας αόριστης πληροφορίας κατά τρόπο
που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (λ.χ. ανώνυμος
επιστολή). Αντιθέτως, υπάρχει τέτοια
γνώση, όταν ο δικαιούμενος σε έγκληση
έχει πληροφορηθεί επαρκώς τα πραγματικά
περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την
πράξη, έστω και αν δεν υφίσταται πλήρης
βεβαιότητα περί τούτων και βεβαίως δεν
απαιτείται η συνδρομή της δυνατότητας
απόδειξης.
Η έγκληση «αποτελεί δικαστική προϋπόθεση
για την έγκαιρη γένεση της ποινικής
δίκης». Ενόψει της αρχής in dubio pro reo η
όποια αμφιβολία περί του εμπροθέσμου
ή μη της εγκλήσεως θα πρέπει να λειτουργήσει
υπέρ του κατηγορουμένου, υπό την έννοιαν
ότι πρέπει το αρμόδιο δικαστικό όργανο
να θεωρήσει την έγκληση ως εκπροθέσμως
υποβληθείσα. Η προθεσμία αυτή δυνατόν
να ανασταλεί για λόγους ανωτέρας βίας,
αν ο παθών αποδείξει ότι δεν έχει
δυνατότητα αντίληψης της πράξης και
των πραγματικών περιστατικών και κατά
συνέπεια δεν μπορεί να υποβάλει έγκληση.
Η προθεσμία υποβολής έγκλησης λήγει με
την παρέλευση της μέρας του τελευταίου
μήνα αντίστοιχης με την ημέρα έναρξης.
Αν η τελευταία μέρα είναι εξαιρετέα
λήγει μόλις παρέλθει η επόμενη αυτής
εργάσιμη μέρα. Σε κάθε περίπτωση θα
πρέπει να ορίζεται στην έγκληση πότε
έλαβε γνώση ο εγκαλέσας για την πράξη
που τελέστηκε και για το πρόσωπό που
την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους
της (για το εμπρόθεσμο υποβολής της).
Η μη υποβολή της έγκλησης επιφέρει
εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης. Η
παρ. 1 του άρθρου 117 ΠΚ προβλέπει ρητώς
ότι:
"1. Οταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για
την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης
πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν
ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση
μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που
έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε
και για το πρόσωπό που την τέλεσε ή για
έναν από τους συμμετόχους της.