Απόφαση δικαστηρίου γιά Υπεξαγωγή εγγράφου
Απόφαση υπ΄ αριθ. 614 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
".... Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ προορισμένο η πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό της βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι απλώς διακινδύνευση, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 § 1 εδαφ. γ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), όπως ισχύει, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες, κατά δε την παραγ. 3 του ίδιου άρθρου, κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής. Στο άρθρο 5 § 1 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται η αναπλήρωση των δικαστών και ορίζεται ότι αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται ένας μόνον πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών ποινικών δικαστηρίων, όταν οι συνθέσεις τους δεν ορίζονται με κλήρωση, (οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του ίδιου κώδικα), ο πρόεδρος αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο δικαστή, χωρίς να απαιτείται έκδοση πράξεως αναπληρώσεως, στην περίπτωση δε αναπληρώσεως πλημμελειοδίκη τριμελούς πλημμελειοδικείου από ειρηνοδίκη απαιτείται να εκδίδεται σχετική πράξη από τον διευθύνοντα το δικαστήριο δικαστή, η οποία και να μνημονεύεται στην απόφαση. Η μνεία της πράξεως αναπληρώσεως στην απόφαση υποδηλώνει τη συνδρομή νόμιμου προς αναπλήρωση λόγου που ερευνήθηκε από τον διευθύνοντα δικαστή και αναφέρεται στην πράξη του. Αν δεν αναφέρεται στην απόφαση η πράξη αναπλήρωσης, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτ. α' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως......"