Απόφαση δικαστηρίου γιά Υπεξαίρεση
Απόφαση υπ΄ αριθ. 24 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντα ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματώνεται, αντικειμενικώς μεν με την από τον δράστη παράνομη, δηλαδή χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ'αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του, υποκειμενικώς δε με τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η υπεξαίρεση λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, σύμφωνα με την παρ. 2 όπως αντ. από το αρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα (αρθ. 719 του ΑΚ), κάθε τι που έλαβε από τρίτους για λογαριασμό του εντολέα στα πλαίσια της σχετικής εντολής (ΑΠ 1208/08 ΠΧ' 2009.216).
Έχει κριθεί και από την νομολογία ότι το έγκλημα αυτό το τελεί και αυτός που αναλαμβάνει να πωλήσει πράγματα του εντολέα και να αποδώσει σ' αυτόν το σχετικό τίμημα που εισπράττει. Η σχετική συμφωνία μεταξύ εντολέα και εντολοδόχου ο τελευταίος να παρακρατεί ένα ποσοστό του τιμήματος δεν μετατρέπει την εντολή αυτή για το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος σε ανώμαλη παρακαταθήκη, που αποκλείει την υπεξαίρεση (ΑΠ 1426/2004 ΠΧ' 2005.610). Έτσι ο εντολοδόχος που δεν αποδίδει το τίμημα που εισπράττει (κύρια σύμβαση), μετά την αφαίρεση του ποσοστού του (σύμβαση παρακολουθηματικού χαρακτήρα - ΑΠ 964/2007), τελεί το έγκλημα της υπεξαιρέσεως (ΑΠ 493/2007, ΑΠ 1532/2007, ΑΠ 1600/2004 ΠΧ' 2005.646, 1425/2002 ΠΧ 2003.510, ΑΠ 394/2003 ΠΧ' 2004.30, ΑΠ 115/2004 ΠΧ' 2005.32). Τέλος η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την ύπαρξη σύμβασης εντολής δεν ελέγχεται αναιρετικά επειδή αφορά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του. Τέτοιος λόγος αναιρέσεως με την μορφή της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής (αρθ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ ) είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 915/78 ΠΧ' 1979.63).
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. 'Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ'2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ!2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.795). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/2002 ΠΧ' 2002.689, ΑΠ 510/2002 ΠΧ' 2003.24, ΑΠ 1335/95 ΠΧ' 1996.358). Τέλος είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο προσβάλλεται η ουσιαστική κρίση του δικαστικού συμβουλίου και η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού επειδή η κρίση αυτή δεν ελέγχεται στα πλαίσια της αναιρετικής διαδικασίας (ΑΠ 149/2000 και 591/2001, ΠΧ' 2001.537 και 131 αντίστοιχα )......"