Απόφαση δικαστηρίου γιά Ψευδορκία
Απόφαση υπ΄ αριθ. 2096 / 2007 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 του Π.Κ. όπως είχε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 1 παρ. 6 του νόμου 3327/2005, "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι` αυτόν ενώπιον αρχής ότι ετέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι` αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να εγνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτού, είναι δε αδιάφορο αν αυτός απηλλάγη ή όχι κατ` ουσίαν αλλά ένεκα λόγων οι οποίοι αίρουν το αξιόποινο ή αποκλείουν την ποινή δεδομένου ότι δε κωλύεται το δικαστήριο που δικάζει την κατηγορία της ψευδούς καταμηνύσεως να ερευνήσει το κατ` ουσίαν ανυπόστατο της καταμηνυθείσης πράξεως.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 του Π.Κ. όπως είχε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 1 παρ. 1 του ίδιου ως άνω ν. 3327/05 με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, πρέπει να είναι ψέματα τα όσα γεγονότα κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας, προς τούτο, αρχής, ενώ ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρος, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η κατ' άρθρο 221δ' ΚΠΔ απαγόρευση της όρκισης, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, του πολιτικώς ενάγοντος, δεν είναι ταγμένη με ποινή ακυρότητας και λαμβάνεται υπόψη προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης η ένορκη κατάθεσή του, οπότε, τοιουτοτρόπως, δυσχεραίνεται ή εμποδίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Τέλος, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ΄Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης ......."