Απόφαση δικαστηρίου γιά Λαθρομεταναστών μεταφορά
Απόφαση υπ΄ αριθ. 1196 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά τη διάταξη του άρθρου 88 §1 εδάφ. α' έως β' του Ν.3386/2005 "είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια", πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντιστρόφως προς το έδαφος κράτους μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε άλλους κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 Ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) Ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή αν η υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει αα) ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα, υπαλλακτικώς μικτό, που πραγματοποιείται με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους από τα πρόσωπα, τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδό τους ως λαθρομεταναστών ββ) ότι για την τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς αλλοδαπού μη έχοντος δικαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της χώρας απαιτείται υποκειμενικά δόλος, είτε άμεσος είτε ενδεχόμενος και γγ) ότι συνιστά επιβαρυντική περίσταση η αναφερόμενη μεταφορά των αλλοδαπών, που ενεργείται κατ' επάγγελμα από δράστη, ο οποίος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. Υπό την ισχύ από 1-1-2006 του Ν.3386/2005 που προβλέπει και τιμωρεί κατά το οριζόμενα στο άρθρο 88 αυτού κατά τα ανωτέρω την πράξη της παράνομης μεταφοράς, προωθήσεως στο εσωτερικό της χώρας κλπ. αλλοδαπών από οδηγούς μεταφορικών μέσων, δεν προβλέπεται μεταξύ των επιβαρυντικών περιπτώσεων και η τέλεση της πράξεως με σκοπό το παράνομο κέρδος.
Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του Ν.489/1976 όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 17 §1 του Ν.2170/1993, ο κύριος ή κάτοχος του αυτοκινήτου που το θέτει σε κυκλοφορία ή ανέχεται να το κυκλοφορεί άλλος χωρίς να είναι τούτο ασφαλισμένο κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση από δύο (2) μέχρι δώδεκα μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον ίση με 300 ευρώ. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος θέτει σε κυκλοφορία αυτοκίνητο που δεν ανήκει σε αυτόν και δεν είναι ασφαλισμένο κατά τις διατάξεις του παρόντος. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 103 του Ν.2094/1992.
Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη κατά το άρθρο 93 §2 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιατέρως, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και, προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή. Όταν όμως πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικώς το στοιχείο της προβλέψεως του εγκληματικού αποτελέσματος και το στοιχείο της αποδοχής του, διότι από το βαθμό της πιθανότητας προβλέψεως του εγκληματικού αποτελέσματος δεν τεκμαίρεται και η αποδοχή του ούτε καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα από αυτά. Για την βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.) χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ' έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται μεταξύ των ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου τούτων. Τέλος η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το δικαστήριο μαζί με το οποίο αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αξιολογικής συσχετίσεως (Ολ. ΑΠ 1/2005), καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης η επιβαλλομένη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 §2 και 333 §2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατ' άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ., η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, από τις οποίες η μεν πρώτη υπάρχει όταν αποδίδεται στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι δεν εκτίθενται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, είτε κατά την έκθεσή τους, υπάρχει αντίφαση, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου......"