Απόφαση δικαστηρίου γιά Ναυαγίου Πρόκληση
Απόφαση υπ΄ αριθ. 680/2009 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 277 ΠΚ συνάγεται, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της πρόκλησης ναυαγίου απαιτείται αντικειμενικώς μεν η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξή του πρόκληση δυνατότητας κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, υποκειμενικώς δε πρόθεση (και υπό τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου), που ενέχει γνώση ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου και τη θέληση της βύθισης ή προσάραξης του πλοίου. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή ο κυβερνήτης ή άλλο μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη, όταν το υποκείμενο της πράξεως είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου, ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής παραλείψεως ή ενεργείας και του επελθόντος βλαπτικού για το πλοίο αποτελέσματος. Από τη διάταξη δε του άρθρου 278 ΠΚ που ορίζει ότι, όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξεως του άρθρου 277 τιμωρείται με φυλάκιση, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της εξ αμελείας προκλήσεως ναυαγίου, προϋποτίθενται τα παραπάνω (δηλαδή βύθιση ή προσάραξη πλοίου από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ή θανάτωση ανθρώπου), οφειλόμενα, όμως, σε αμέλεια υπό την έννοια που έχει προεκτεθεί.
Τα παραπάνω εγκλήματα μπορεί να τελεστούν και από περισσότερους από ένα δράστη κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. (Ολ ΑΠ 50/1990, ΑΠ 1403/2007).
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως......."