Απόφαση δικαστηρίου γιά Πνευματική ιδιοκτησία
Απόφαση υπ΄ αριθ. 114 / 2009 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά την διάταξη του άρθρου 1 § 1 Ν2121/1993: Οι πνευματικοί δημιουργοί, με την δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ'αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως του έργου (περιουσιακό δικαίωμα και το δικαίωμα του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Κατά το αρ. 2 § 1 ιδίου νόμου: "Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις με κείμενο ή χωρίς.....". Το άρθρο 3 § 1 ορίζει ότι: "Το περιουσιακό δικαίωμα δίνει στους δημιουργούς ιδίως την εξουσία (δικαίωμα να επιτρέπουν ή απαγορεύουν: α) την εγγραφή και την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή των έργων τους με οποιοδήποτε μέσο και μορφή εν όλω ή εν μέρει .....". Το άρθρο 12 § 1 ορίζει ότι "το περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να μεταβιβασθεί μεταξύ ζώντων ή αιτία θανάτου" ο δε δημιουργός (αρ. 13 § 1) του έργου μπορεί να καταρτίζει συμβάσεις, με τις οποίες αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο και αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει εξουσίες, που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα (συμβάσεις εκμεταλλεύσεως). Ο δημιουργός του έργου (άρ. 13 § 2) μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον άλλον την άσκηση εξουσιών, που απορρέουν από το περιουσιακό του δικαίωμα (άδειες εκμεταλλεύσεως). Οι συμβάσεις (αρ. 13 § 3) και οι άδειες εκμεταλλεύσεως μπορεί να είναι αποκλειστικές ή μη αποκλειστικές. Οι αποκλειστικές συμβάσεις και άδειες εκμεταλλεύσεως παρέχουν στον αντισυμβαλλόμενο το δικαίωμα να ασκεί τις εξουσίες, στις οποίες αναφέρεται η σύμβαση ή η άδεια κατ'αποκλεισμό οποιουδήποτε τρίτου.
Εξ άλλου κατά την διάταξη του άρθρου 46 § 1 και 2 (ως η § 2 αντ. από 81 § 3 Ν.3507 της 9/10-10-2002) Ν. 2121/93. Ως ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες θεωρούνται τα πρόσωπα που ερμηνεύουν ή εκτελούν με οποιονδήποτε τρόπο έργα του πνεύματος, όπως οι μουσικοί, οι τραγουδιστές. Αυτοί έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή απαγορεύουν α) την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτελέσεώς τους σε υλικό φορέα, β) την άμεση ή έμμεση-προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή εν όλω ή εν μέρει, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα της ερμηνείας ή εκτελέσεώς τους, γ) την διανομή στο κοινό του υλικού φορέα με την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτελέσεως με πώληση ή με άλλους τρόπους. Η διάταξη του αρ. 54 ορίζει σχετικά με την ανάθεση διαχειρίσεως και προστασίας του περιουσιακού δικαιώματος ή εξουσιών που απορρέουν από αυτό σε οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως. Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 66 § § 1,2 περ. α, γ και 3 εδ. β' Ν. 2121/93, όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία συγγενικών δικαιωμάτων χωρίς την άδεια του ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη και χωρίς την άδεια του παραγωγή υλικού φορέα, ή οργανισμού συλλογικής διαχειρίσεως σε περίπτωση που έχει γίνει τέτοια ανάθεση, αναπαράγει ή θέτει σε κυκλοφορία ή κατέχει με σκοπό να θέση σε κυκλοφορία υλικούς φορείς, που περιέχουν εγγραφή της ερμηνείας ή της εκτελέσεως του έργου που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους και χρηματική ποινή 2.900-15.000 ευρώ, στην περίπτωση δε που ο υπαίτιος τελεί τις ανωτέρω πράξεις κατ'επάγγελμα, επιβάλλεται σ'αυτόν κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών. Κατά την παράγραφο 3 άνω άρθρου θεωρείται ότι η πράξη έχει τελεσθεί κατ'επάγγελμα και όταν ο δράστης έχει καταδικαστεί για αδικήματα του ιδίου άρθρου ή για παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν πριν απ'αυτό με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας ποινή. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο δράστης δεν θα έχει καταδικασθεί άλλη φορά για παράβαση του Νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, για τον επάγγελμα χαρακτηρισμό της πράξεως εφαρμόζεται απλώς η διάταξη του αρ. 13 εδαφ. στ' Π.Κ. ως τούτο προσετέθη με 1 § 1 Ν. 2408/1996, συντρέχουν δε οι προϋποθέσεις της όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 316/2005 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΕ/2005 σελ. 973). Κατ'επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλ. όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 692/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/2001 σελ. 47).
VI) Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 K.Π.Δ. (όπως το τελ. συμπληρώθηκε με αρ. 2 § 5 Ν.2408/1996) προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρ. 484 § 1δ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978). Κατά το άρθρο 484 § 1β του Κ.Ποιν.Δ. λόγον αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. ....."