Απόφαση δικαστηρίου γιά Ψευδή Βεβαίωση
Απόφαση υπ΄ αριθ. 140 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης, που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ.α' και 263Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. γ' του ΠΚ, και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στο χώρο του ποινικού δικαίου, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία το οποίο είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή περιστατικών που δεν έλαβαν χώρα, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν τη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Δεν συνιστούν γεγονός, ως μη αναγόμενες στο παρελθόν ή το παρόν, κρίσεις, γνώμες ή εκτιμήσεις νομικές ή πραγματικές και αν ακόμη αναφέρονται σε περιστατικά που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες έστω και αν κατά την ενδεχόμενη πεποίθηση του προσώπου που τις εκφέρει αφίστανται της αληθείας, εκτός εάν υπό τον τύπο της εκφράσεως γνώμης υποκρύπτεται βεβαίωση πραγματικού περιστατικού και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορούν αντικειμενικά, να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ότι από τα περιστατικά αυτά είναι ενδεχόμενο να παραχθούν οι έννομες αυτές συνέπειες και στην εν προοιμίου αποδοχή του ενδεχομένου αυτού.
Περαιτέρω η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ ΑΠ 1/2005)......"