Απόφαση δικαστηρίου γιά Έγκληση
Απόφαση υπ΄ αριθ.608 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
".... Κατά το άρθρο 372 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά τα οριζόμενα δε στο άρθρο 377 του ιδίου Κώδικα, αν η κλοπή ή η υπεξαίρεση έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη ή για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαιρέσεως, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Στις περιπτώσεις αυτού του άρθρου, η ποινική δίωξη γίνεται μόνον ύστερα από έγκληση. Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως ισχύουν τα οριζόμενα από τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ιδίου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 18 παράγραφος 1 του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών", η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του ν. 3604/2007, το καταστατικό δύναται να ορίσει ότι έν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις. Το άρθρο 22 του ν. 2190/1920 ορίζει στην παράγραφο 1 αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν.δ. 4237/1962, ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας. Το ίδιο άρθρο στην παράγραφο 3 αυτού, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 10 παράγραφος 4 του ν. 2339/1995, όριζε ότι το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους, ενώ μετά την εκ νέου αντικατάσταση της παραγράφου αυτής με το άρθρο 29 παράγραφος 3 ν. 3604/2007 ορίζεται ότι "επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη ...... Κατά την ίδρυση της εταιρείας, ο διορισμός προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή προσώπων με άλλη ιδιότητα και αρμοδιότητες για το πρώτο διοικητικό συμβούλιο μπορεί να γίνει και με το καταστατικό. Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση αυτού του νομικού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας του για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παράγραφος 2 και 22 παράγραφος 3 του άνω ν. 2190/1992 ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ κατά τρόπον ώστε αυτή να είναι νόμιμη μόνον εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παράγραφος 2, η 22 παράγραφος 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπομένης αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, ενεργώντας ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ όταν το απαιτεί διάταξη νομοθετική, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή της εγκλήσεως ή την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παράγραφος 2 ή 22 παράγραφος 3 του ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει την σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα δηλαδή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις άνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παράγραφος 2γ ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 5/2006, Ολ. ΑΠ 6/2006).
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμον όροι......."