Απόφαση δικαστηρίου γιά Απιστία
Απόφαση Α.Π. 341 / 2010 (απόσπασμα)
".... Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3 Ιουνίου 1999 (άρθρο 55 του ιδίου νόμου), ορίζεται ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της, προς εκτέλεσή τους αποφάσεως. Έτσι, επί απάτης κατά το άρθρο 386 του ΠΚ, τότε μόνο θα υπήρχαν περισσότερες πράξεις, που, αν συνδέονταν και με ταυτότητα αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούσαν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα εν προκειμένω χρόνο (9-9-1999 έως 30-3-2001), ήτοι μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 36 § 2 του Ν. 2172/1993, της περιεχόμενης αρχικώς σ' αυτό λέξεως "πρόθεση" και πριν από την εκ νέου κατάστασή του με το άρθρο 15 Ν. 3242/24.5.2004, "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ουσιώδη στοιχεία του αδικήματος της απιστίας είναι η παρά του υπαιτίου χωρίς σκοπό νοσφισμού κατά την επιμέλεια ή διαχείριση ξένης περιουσίας, που του έχει ανατεθεί από το νόμο ή με δικαιοπραξία, εν γνώσει επαγωγή ζημίας στην περιουσία αυτή, κατά κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του με ενέργεια εξωτερική. Τέτοια ενέργεια είναι και η πώληση από το διαχειριστή ξένου χαρτοφυλακίου μετοχών με τίμημα κάτω της πραγματικής του αξίας. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των εχόντων χρηματική αξία αγαθών του προσώπου που μπορεί να διατίθενται νομίμως, δηλαδή αγαθών κάθε είδους, μεταξύ των οποίων και κινητών πραγμάτων, όπως είναι και οι μετοχές εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών. Ως ζημία νοείται και η βλάβη της περιουσίας που επέρχεται με τη μεταβίβαση πράγματος ή παροχής ή με την πληρωμή σε χρήμα, δηλαδή η επί έλατον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας της περιουσίας του συνόλου της περιουσίας προ της διαθέσεώς της από τον δράστη και της αξίας που απομένει μετά τη διάθεση αυτής. Περιουσιακή βλάβη στην απιστία, όπως και επί απάτης, μπορεί να συνιστά και η απλή συγκεκριμένη διακινδύνευση της υπό διαχείριση περιουσίας, όταν προκαλεί μείωση της ενεστώσας αξίας αυτής, έτσι ώστε να μπορεί να αποτιμηθεί ως ήδη επελθούσα βλάβη. H ζημία στην ξένη περιουσία, πρέπει να είναι βέβαιη και οριστική. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, με την μορφή που προσέλαβε η εν λόγω διάταξη, μετά την άνω αντικατάστασή της με το άρθρο 36 παρ. 2 του Ν. 2172/1999 απαιτείται άμεσος δόλος (άρθρ. 27 παρ. 2), μη αρκούντος του ενδεχομένου, δηλαδή ο δράστης πρέπει να επιδιώκει τη ζημία ή να προβλέπει αυτή ως αναγκαία συνέπεια των ενεργειών του και να αποδέχεται ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Τα στοιχεία των παραπάνω δύο εγκλημάτων της απάτης και της απιστίας δεν ταυτίζονται, αφού για την απάτη απαιτείται σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ενώ για την απιστία απαιτείται ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να μην υπάρχει τέτοιος σκοπός ( σκοπός νοσφισμού), από τον οποίον προκύπτει και η ειδοποιός διαφορά τους. Εφόσον τα στοιχεία αυτών δεν ταυτίζονται υφίσταται αληθής πραγματική συρροή τούτων. Αν όμως τα εγκλήματα αυτά συνδέονται με ενότητα σκοπού και συμπεριφοράς του δράστη, που εκδηλώνεται και με την προσβολή του ιδίου έννομου αγαθού, όπως όταν ο δράστης με απατηλή συμπεριφορά, επιτυγχάνει την ανάληψη της εν λευκώ διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου μετοχών του παθόντος, με σκοπό την επαγωγή ζημίας στην περιουσία του, με κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας και την αποκόμιση από τον ίδιο ή άλλο παράνομου περιουσιακού οφέλους, η πράξη της απιστίας που έπεται της απάτης απορροφάται από αυτήν, γιατί αποτελεί χρησιμοποίηση, σύμφωνη με τον κατά την πράξη της απάτης σκοπό του δράστη, του ωφελήματος που επιτεύχθηκε με την ανάληψη της διαχειρίσεως του χαρτοφυλακίου του μετά από την απατηλή συμπεριφορά του, και ουσιαστική, με την επίτευξη του εγκληματικού σκοπού, αποπεράτωση του εγκλήματος της απάτης, οι δε διατάξεις του άρθρου 386 ΠΚ καλύπτουν όλη την απαξία της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη, γεγονός που αποτελεί και λόγο ανυπαρξίας, στην περίπτωση αυτή, συρροής κατ' ιδέα απάτης και απιστίας. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας, και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη.
Τέλος, κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. ......"