Απόφαση δικαστηρίου γιά Πλαστογραφία
Απόφαση υπ΄ αριθ. 49 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"...Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Επίσης, από το συνδυασμό των αυτών διατάξεων προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όταν δηλαδή ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Υπό την έννοια αυτή, χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά αντικειμενικώς και η υποβολή αυτού σε Δημόσια Αρχή προς παραπλάνησή της, ώστε να προβεί σε ενέργεια της αρμοδιότητάς της. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη ηθελημένη ενέργεια του δράστη και τη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο (ο ενδεχόμενος δόλος ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, δεν αρκεί), περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει κατά τον αυτόν τρόπο, όπως και ο πλαστογράφος. Η χρήση δε του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά ιδιαίτερο αυτοτελές έγκλημα όχι μόνον όταν γίνεται από τρίτο, αλλά και από αυτόν τον πλαστογράφο, αλλά μόνον όταν αυτός για οποιαδήποτε λόγο δεν μπορεί να τιμωρηθεί για την πλαστογραφία.
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 του ν. 1599/86, κατά την οποία "Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας, ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί αξίας 100 δραχμών", και 22 παρ. 6 εδ. α του ίδιου νόμου, η οποία ορίζει ότι "όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά, με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών κλπ", συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση του από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενου εγκλήματος απαιτείται: 1) δήλωση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο, (όχι δε μόνο γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), 2) η δήλωση αυτή να έχει συνταχθεί επί του προβλεπόμενου ειδικού σφραγιστού χαρτιού και γ) να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του, γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρης γνώση - επίγνωση) των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση τελέσεως της πράξεως, η οποία φέρει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Ως αρχή νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατ' ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς τούτου νόμους. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός πραγματικής πλάνης, κατά το άρθρο 30 του ΠΚ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Το ποινικό δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει και περαιτέρω να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως και ειδικώς την παραδοχή ή την απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού, μόνον όταν έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, ενώ δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστός ο αυτοτελής ισχυρισμός στη νομική ορολογία ή τη νομική επιστήμη, αλλιώς είναι απαράδεκτος ως αόριστος, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Από τη διάταξη δε του άρθρου 30 ΠΚ, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως. Επί πραγματικής πλάνης, αρκεί, για το ορισμένο του αυτοτελούς ισχυρισμού, η προβολή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την πραγματική πλάνη και δεν είναι απαραίτητος ο νομικός χαρακτηρισμός ή η επίκληση της νομικής διάταξης του άρθρου 30 του ΠΚ.
Τέλος, λόγο αναιρέσεως συνιστά κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπάρχει όταν αποδίδεται στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι από το πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως......"