Απόφαση δικαστηρίου γιά Ναρκωτικά
Απόφαση υπ΄ αριθ. 375 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α, β και γ του ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά ν. 3459/2006), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 και ίσχυε κατά τους κατωτέρω χρόνους τέλεσης των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες με τις προβλεπόμενες σ' αυτές ποινές κάθειρξης και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, εκτός άλλων, αγοράζει ή διαμετακομίζει ναρκωτικές ουσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κοκαΐνη, (άρθρο 4 παρ. 1, 3 πιν. Β αρ. 3 του ως άνω νόμου) ή οργανώνει, χρηματοδοτεί, κατευθύνει ή εποπτεύει με οποιονδήποτε τρόπο την τέλεση κάποιας από τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις (περ. α έως ιβ του άρθρου αυτού) ή δίνει σχετικές οδηγίες ή εντολές, κατά δε το άρθρο 8 του ίδιου ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23 του ανωτέρω Κώδικα - ν. 3459/2006), όπως ίσχυε κατά τους ενδιαφέροντες κατωτέρω χρόνους, με τις σ' αυτό (βαρύτερες) ποινές τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του ίδιου νόμου αν, εκτός άλλων περιπτώσεων, ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις τέλεσης μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' και ζ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του και ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν, από τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του προς διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
Ακόμη, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για τέλεση της πράξεως της αγοράς ναρκωτικής ουσίας από δράστη που είναι τοξικομανής ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Επίσης, κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε Δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε το άρθρο 329 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Η παράβαση των παραπάνω διατάξεων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως.
Τέλος, και αναφορικά με το έγκλημα της διαμετακόμισης ναρκωτικών και αυτό της τέλεσης οιασδήποτε εγκληματικής πράξης ημεδαπού στην αλλοδαπή, σε σχέση με παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, σημειώνονται, επιπλέον των ανωτέρω, και τα ακόλουθα: Για την παράνομη εμπορία ναρκωτικών φαρμάκων, που είναι διεθνές έγκλημα, εφαρμόζονται οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι, κατά των ημεδαπών και αλλοδαπών, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. θ' του ΠΚ, ανεξάρτητα με το τι προβλέπεται γι' αυτήν από τους νόμους του τόπου τέλεσής της στην αλλοδαπή. Έτσι, και η παράνομη εμπορία ναρκωτικών φαρμάκων από ημεδαπούς στην αλλοδαπή, κολάζεται από τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους και αν ακόμη η πράξη αυτή δεν τιμωρείται στην χώρα που τελέσθηκε. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύουν οι περιορισμοί των άρθρων 6 και 9 παρ. 1 του ΠΚ, που καθιερώνουν το ακαταδίωκτο των εγκλημάτων που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή, αφού, από το δεύτερο των ως άνω άρθρων στην παρ. 2 αυτού, ρητώς εξαιρεί της εφαρμογής του όλες γενικώς τις πράξεις του άρθρου 8. Κατά την έννοια δε της ουσιαστικού ποινικού δικαίου γιάταξης του άρθρου 8 περ. θ του ΠΚ, θεωρείται κάθε πράξη, με την οποία πραγματοποιείται ή διευκολύνεται η κυκλοφορία απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών από άτομο σε άτομο,για οποιαδήποτε αιτία, ακόμη και η κατοχή, όχι για αποκλειστική χρήση του δράστη (Ολ. ΑΠ 1200/76 ΠΧ ΚΖ/447). Τέτοιες πράξεις είναι και αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 5 του ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του ν. 3459/2006), ανάμεσα στις οποίες στο εδάφιο α' περιλαμβάνεται και η διαμετακόμιση ναρκωτικών ουσιών, όπως είναι και η κοκαΐνη (άρθρο 4 παρ. 3 πιν. Β αριθ. 3 του ν. 1729/1987), εφόσον η διαμετακομιζόμενη ποσότητα προορίζεται για μεταπώληση με κέρδος ή και για διάθεση με οποιονδήποτε τρόπο σε τρίτους. Από τον συνδυασμό των προμνημονευομένων διατάξεων (του ν. περί ναρκωτικών και του άρθρου 8 του ΠΚ) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το έγκλημα της διαμετακομίσεως ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή της μετακινήσεως αυτών με οποιοδήποτε μέσον και από τόπο σε τόπο, είναι: α) διεθνές έγκλημα, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, εφόσον δηλαδή η διαμετακίνηση γίνεται για τους παραπάνω λόγους, β) πραγματώνεται και όταν στη διαμετακίνηση μεταξύ των χωρών δεν παρεμβάλλεται η Ελληνική Επικράτεια (για την περίπτωση αυτήν υπάρχει, άλλωστε, η ρητή ρύθμιση της εισαγωγής στην επικράτεια ή της εξαγωγής από αυτή) και γ) διώκεται και τιμωρείται, ανεξάρτητα με το αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους των χωρών, μέσω των οποίων έγινε η διαμετακόμιση. Δηλονότι, η διαμετακόμιση τιμωρείται στην Ελλάδα και αν ακόμη δεν βεβαιώνεται ότι τα ναρκωτικά δεν διήλθαν δια της Ελληνικής Επικράτειας ή δεν κατέληξαν σ' αυτήν από οποιονδήποτε λόγο, χωρίς τη θέληση των δραστών (ως αποκάλυψή τους καθ' οδόν - βλ. την ΑΠ 2234/2007, που έκρινε όμοια για την ίδια υπόθεση).
Περαιτέρω, από το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσον, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου. Η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διάφορο εκείνου των εγγράφων, να διαλαμβάνει στο σκεπτικό του ότι λήφθηκε υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην πραγματογνωμοσύνη για τη διαπίστωση της τοξικομανίας ενός κατηγορουμένου. Το δικαστήριο, όμως, μπορεί να μην κρίνει τοξικομανή τον κατηγορούμενο, παρόλο που ο πραγματογνώμονας γνωμοδοτεί για το αντίθετο, αν αιτιολογεί την αντίθετη κρίση του ειδικώς, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ."