Απόφαση δικαστηρίου γιά Διεθνή δικαιοδοσία σε αδικοπραξία μέσω διαδικτύου
Απόφαση υπ΄ αριθ. 121/2010 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (απόσπασμα)
"....Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου. Επομένως, τα Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, είτε οι διάδικοι είναι ημεδαποί, είτε αλλοδαποί μόνο αν κατά τις ισχύουσες διατάξεις υφίσταται κατά τόπο αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου λόγω γενικής (άρθρο 22 ΚΠολΔ) ή ειδικής δωσιδικίας (ΑΠ 18/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1309/2002, ΕΕμττΔ 2002. 870). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του ΚΠολΔ, τα δικαστήρια, όταν ο εναγόμενος παρίσταται στην πρώτη συζήτηση, δεν ερευνούν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, παρά μόνον κατόπιν υποβολής σχετικής ενστάσεως εκ μέρους του εναγομένου, σε περίπτωση δε όπου διαπιστωθεί η έλλειψη της, το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή.
Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 5 § 3 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ορίζεται ότι πρόσωπο, που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθείσε άλλο κράτος μέλος, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Η έννοια «ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία», σύμφωνα με το νόημα του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, περιλαμβάνει κάθε απαίτηση με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της ίδιας Συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 1 7 Σεπτεμβρίου 2002 - υπόθεση C-334/00 και αττόψασί] της 1 ης Οκτωβρίου 2002 - υπόθεση C-167/00, ΕλλΔνη 44. 583 και 586, αντιστοίχως), ενώ η έννοια «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», όπως χρησιμοποιείται στην ίδια διάταξη, μπορεί να καλύπτει τόσο τον τόπο όπου επήλθε η ζημία όσο και τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός (ΕφΠειρ 61/2008, ΝΟΜΟΣ, ΔΕΚ απόφαση της 19 Σεπτεμβρίου 1995 - υπόθεση C- 364/93, ΕλλΔνη 38. 1684), και δεν αναφέρεται στον τόπο της κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται «το επίκεντρο της περιουσίας του», για τον μοναδικό λόγο ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτόν περιουσιακή ζημία λόγω της σημειωθείσας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος απώλειας ορισμένων περιουσιακών του στοιχείων (C-168/2002, ΔΕΚ, ΝΟΜΟΣ). Η διεύρυνση αυτή θα κατέληγε στην αποδοχή της δωσιδικίας του ενάγοντος, αφού το θύμα υφίσταται κατά κανόνα τη ζημία ακριβώς στον τόπο της κατοικίας του, είναι δε προφανές ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι πλήρως ασυμβίβαστο προς τις «ειδικές δωσιδικίες» που απαριθμούνται στα άρθρα 5 και 6 της Συμβάσεως, που συνιστούν αποκλίσεις από την αρχή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου και, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς (βλ. C-364/1993 ΔΕΚ, και C- 168/2002 ΔΕΚ, ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση λοιπόν γεωγραφικής αποκλίσεως των τόπων, ο ενάγων έχει την ευχέρεια να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου ενός οποιουδήποτε από τους τόπους αυτούς (Κεραμέως/Κρεμλή/ Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, σελ. 71). Εξ άλλου, οι ορισμοί της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με αυτόνομα κοινοτικά κριτήρια, για να εξασφαλισθεί έτσι μια ομοιογενής εφαρμογή της σε όλα τα συμβαλλόμενα Κράτη (ΑΠ 18/2006, ΝΟΜΟΣ, σχετ. ΔΕΚ υποθ. 27.9.1988, Καλφέλης/Schreder, ΣυλλΝ 1988. 5565).
Περαιτέρω, όσον αφορά τον προσδιορισμό του τόπου όπου ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να σημειωθεί ότι στην υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250 § 2 της συνθήκης ΕΚ με αριθμό COM/99/0348 τελικό -CNS 99/0154 Πρόταση, που αφορά τον ως άνω κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 376 Ε της 28.12.1999, σ. 0001-0017) διαλαμβάνεται ότι το άρθρο 5 § 3 καλύπτει όχι μόνο τις περιπτώσεις όπου ένα ζημιογόνο γεγονός συνέβη αλλά επίσης και τις περιπτώσεις όπου ένα ζημιογόνο γεγονός μπορεί να συμβεί, επομένως το προτεινόμενο κείμενο αίρει μία αμφιβολία στην ερμηνεία του άρθρου 5 § 3 της σύμβασης των Βρυξελλών και επιτρέπει τον σαφή καθορισμό μιας δικαιοδοτικής αρχής στη διάθεση των μερών στο πλαίσιο προληπτικών ενεργειών (preventive measure, actions preventives). Επεκτείνεται επομένως και στις λεγόμενες προληπτικές ενέργειες (ή αγωγές «προληπτικού χαρακτήρα») το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 του κανονισμού.
Πρόκειται για αγωγές που καθιερώνονται σε ορισμένα μόνο δίκαια ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) και σε μάλλον περιορισμένη έκταση. Χαρακτηριστικό είναι και το πρόβλημα ορολογίας που ανακύπτει, καθώς τόσο ο όρος αγωγές «προληπτικού χαρακτήρα» όσο και ο όρος «αγωγές παραλείψεως με αίτημα την παρεμπόδιση επικείμενης αδικοπραξίας» δεν επιδέχονται εύκολα την οριοθέτηση τους. Στη γερμανική θεωρία αναφέρονται ως παραδείγματα αγωγών «προληπτικού χαρακτήρα» η απαγόρευση κυκλοφορίας δυσφημιστικού δημοσιεύματος ή η απαγόρευση εμπορίας προϊόντων παραχθέντων κατά παράβαση των διατάξεων σχετικά με τη βιομηχανική ιδιοκτησία. Αντίστοιχα παραδείγματα δεν παρέχει το ελληνικό δίκαιο, καθώς π.χ. η προστασία ως προς τις διά του τύπου προσβολές της τιμής και της προσωπικότητας προϋποθέτει ότι έχει τελεστεί η αδικοπραξία, όπως συνάγεται από το άρθρο 1 § 1 ν. 1178/1981, στο οποίο γίνεται λόγος για προξενηθείσα ζημία. Ορθότερο είναι το συμπέρασμα ότι οι αγωγές προληπτικού χαρακτήρα δεν μπορούν να περιέχουν ως αίτημα τους την καταδίκη του εναγομένου στην καταβολή αποζημιώσεως (Ευάγγελου Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, 2004, σ. 200 - 203).
Εξ άλλου, η εν λόγω αγωγή «προληπτικού χαρακτήρα», προληπτικά ασκούμενη αγωγή, που αφορά σε επαπειλούμενο ζημιογόνο γεγονός, διαφοροποιείται από την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς βέβαια να αποκλείεται το ενδεχόμενο επικάλυψης των δύο ενδίκων βοηθημάτων (βλ. Ευάγγελου Βασιλακάκη, Τροποποιήσεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, που αφορούν στη διεθνή δικαιοδοσία, Αρμ 2001. 1673), με κριτήριο το ότι στην περίπτωση ασκήσεως αγωγής δεν διατάσσεται απλώς ασφαλιστικό μέτρο αλλά εκδίδεται απόφαση επί της ουσίας (Ευάγγελου Βασιλακάκη, ό.π., σ. 207).
Περαιτέρω, οι σχέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που μπορούν ν` αναπτυχθούν μέσω του internet είναι σχέσεις συμβατικές ή αδικοπρακτικές. Συνήθεις περιπτώσεις αδικοπραξιών στο διαδίκτυο αποτελούν, μεταξύ άλλων, ο αθέμιτος ανταγωνισμός, η προσβολή της προσωπικής ζωής ή της εικόνας του ατόμου, η εξύβριση, η δυσφήμιση, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας μέσω διασποράς ιών που καταστρέφουν προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, η παραβίαση επαγγελματικών μυστικών και η υποκλοπή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο ενδιαφερόμενος χρήστης του δικτύου, μπορεί, συνδεόμενος με το World Wide Web και κάνοντας χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), μεταξύ άλλων, να διασπείρει συκοφαντίες ή να ανταγωνιστεί αθέμιτα κάποιον, πάντα ξεπερνώντας μέσω του Διαδικτύου τα σύνορα της χώρας του. Ο καθορισμός, ωστόσο, του τόπου τέλεσης της αδικοπραξίας δεν είναι πάντοτε ευχερής στις πράξεις που διενεργούνται εντός του διαδικτύου, το οποίο λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της εικονικής πραγματικότητας. Μάλιστα υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί ο τόπος ενέργειας του δράστη, όπως π.χ. χρήστες που ενεργούν με ψευδώνυμα ή κωδικούς. Αλλά και εάν αυτό καταστεί δυνατό, είναι φανερό σε κάθε περίπτωση ότι με την εφαρμογή της διάταξης αυτής στις αδικοπραξίες στο Internet μπορεί να προκύψει συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία περισσοτέρων χωρών για κάθε ηλεκτρονική διαφορά, αφού το διαδίκτυο είναι εξ ορισμού παγκόσμιο και κάθε πληροφορία του, χάρη στη διασπορά των στοιχείων του και τις σύνθετες δραστηριότητες του που εξασφαλίζουν άμεση διακίνηση δεδομένων, κυκλοφορεί παντού. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο τόπος ενέργειας μπορεί να διαφέρει από τους, περισσότερους ίσως, τόπους πρόκλησης ζημίας, δηλαδή, θα πρόκειται συνήθως για ένα αδίκημα πολλαπλής τοπικής σύνδεσης. Ειδικότερα, το πρόβλημα των πολλαπλών τόπων τέλεσης στις αδικοπραξίες μέσω διαδικτύου, ανακύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001, καθώς μπορεί να βρίσκεται εκεί όπου ο ζημιώσας εισήγαγε τα δεδομένα στο διαδίκτυο μέσω του υπολογιστή του, ή να είναι ο τόπος όπου βρίσκεται ο παροχέας πρόσβασης, δηλαδή ο υπολογιστής ο οποίος συγκεντρώνει τα στοιχεία που διαθέτει στους υπόλοιπους χρήστες του διαδικτύου. Η θέση του παροχέα πρόσβασης είναι άλλωστε κάτι που επηρεάζει ενδεχομένως και την κατοικία του εναγομένου, όπως αυτή εμφανίζεται στην ηλεκτρονική του διεύθυνση, ή μπορεί τέλος να είναι όλες οι χώρες όπου λήφθηκε το μήνυμα (βλ. Αλεξάνδρα Στρατάκου, Δικονομικά ζητήματα της ηλεκτρονικής συναλλαγής, σ. 52επ).
Συνεπώς, ανακύπτει πρόβλημα διεθνούς δικαιοδοσίας, όταν ο θιγόμενος επιθυμεί ν` ασκήσει αγωγή προστασίας των συμφερόντων του, αφού αν η διεθνής δικαιοδοσία στηριχθεί στη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου, ο τόπος αυτός μπορεί να μην είναι εύκολα προσδιορίσιμος, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αν πάλι στηριχθεί στη δωσιδικία του αδικήματος (locus delicti), θα πρέπει να προσδιοριστεί ο τόπος τέλεσης του αδικήματος μέσα στον Κυβερνοχώρο, πράγμα που οδηγεί ταυτόχρονα σε πολλούς τόπους και καθιστά απεριόριστη, θεωρητικά τουλάχιστον, τη δυνατότητα άγρας Δικαστηρίου (forum shopping). Η δυνατότητα αυτή όμως εγκυμονεί τον κίνδυνο να εφαρμοστεί το δίκαιο που ικανοποιεί περισσότερο τον ενάγοντα, χωρίς κανέναν περιορισμό, με συνέπεια την αβεβαιότητα δικαίου και την αδυναμία προγνώσεως του αποτελέσματος. Συνεπώς, και στην αντιμετώπιση των αδικοπραξιών στον Κυβερνοχώρο ο στόχος παραμένει η βεβαιότητα δικαίου και η ανεύρεση δίκαιης λύσης (βλ. σχετικά άρθρο της Α. Γραμματικάκη-Αλεξίου, Internet και ΙΔΔΔ, Συμβατικές και αδικοπρακτικές ενοχές στον Κυβερνοχώρο, Αρμ 1998. 409επ). Έτσι, όταν δεν έχει επέλθει ζημία στον τόπο κατοικίας του ενάγοντος, αρμόδιο για διαφορές από αδικοπραξία, που τελέστηκε μέσω του Διαδικτύου, είναι το Δικαστήριο του τόπου εγκατάστασης του εναγομένου, εκεί όπου διατηρεί και την ιστοσελίδα του (Α. Lucas, Private Interrnational Law Aspects of the protection of works and of the subject matter of related rights transmitted over digital networks, Εισήγηση στο 2ο Διεθνές Συνέδριο του VV1PO για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο και την Πνευματική Ιδιοκτησία 30-31.1.2001), και δεν αποτελεί «τόπο τέλεσης του ζημιογόνου γεγονότος», θεμελιωτικό διεθνούς δικαιοδοσίας, η χώρα όπου ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτόν οικονομική ζημία, λόγω της σημειωθείσας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος απώλειας ορισμένων περιουσιακών του στοιχείων (ΔΕΚ, Απόφαση της 10.6.2004, C-168/2002, ΣυλλΝομολ. 2004, σ. Ι-06009, σκέψη 21 στην υπόθεση Kronhofer/Maier). Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 5 σημ. 3 του άνω Κανονισμού πρέπει να εφαρμόζεται συσταλτικά, όπως και όλες οι διατάξεις περί ειδικών δωσιδικιών, που αποτελούν εξαίρεση από τον κανόνα. Κατά πάγια εξ άλλου νομολογία του ΔΕΚ, η διάταξη αυτή στηρίζεται μόνο «στην ύπαρξη μιας ιδιαίτερα στενής σχέσεως συνδέουσας τη διαφορά με άλλα δικαστήρια πλην αυτών της κατοικίας του εναγομένου, η οποία δικαιολογεί την αναγνώριση στα τελευταία δικαιοδοσίας για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργάνωσης της δίκης. Δεν μπορεί επομένως να εφαρμόζεται τόσο ευρέως ώστε να καλύπτει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που ήδη έχει προκαλέσει την κύρια ζημία σε άλλο τόπο (βλ. Αλεξάνδρα Στρατάκου, ό.π., σ. 57 - 58).
Εξάλλου, και στη δεύτερη υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250§2 της συνθήκης ΕΚ με αριθμό [COM/2000/0689 τελικό - CNS 99/0154 VCom.2000.0689, Πρόταση που αφορά και πάλι τον προαναφερθέντα κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 062 Ε της 27.2.2001 σ. 0243-0275)], αναφέρεται ότι οι κανόνες της δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να διαρθρώνονται γύρω από τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου, η οποία πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο κριτήριο συνδέσμου, και ότι το δικαστήριο της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικά δικαστήρια, που θα επιτραπούν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση της χρηστής διαχείρισης της δικαιοσύνης. Αλλωστε και τις αποφάσεις του ΔΕΚ, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 5 σημ. 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών, που αναφέρεται στη δωσιδικία του αδικήματος, τις διαπερνά ως βασική σκέψη η αποφυγή του forum auctoris, δηλαδή της δυνατότητας του ενάγοντος να ασκεί αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων όπου έχει την κατοικία ή την έδρα του (βλ. ΔΕΚ, 11.1.1990, Dumez France/Hessische Landesbank, C-220/88, ΣυλλΝομολ. 1990.1-49, ΔΕΚ, 19.9.1995, Marinari/LloyD`s Bank, C-364/93, ΣυλλΝομολ 1995.1 2719). ....."