Απόφαση δικαστηρίου γιά Σήματα
Απόφαση υπ΄ αριθ. 354 / 2009 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Ν. 2239/1994 "περί σημάτων", τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων δραχμών, ήδη (586, 95 ευρώ) ή με μια από τις ποινές αυτές: α) ..., β) ..., γ) ..., δ) όποιος εν γνώσει πωλεί ή εκθέτει προς πώληση ή κυκλοφορία προϊόντα ή εμπορεύματα που φέρουν σήμα που αποτελεί παραποίηση ή απομίμηση αλλότριου σήματος, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 29 του ίδιου νόμου, η ποινική δίωξη για μεν τις περιπτώσεις α', β', γ', δ', και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 28 ασκείται κατ' έγκληση και για πράξεις που γίνονται μετά την καταχώριση του σήματος του εγκαλούντος, για δε την περίπτωση στ' και αυτεπαγγέλτως.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του ίδιου νόμου (2239/1994), όταν το σήμα καταχωρισθεί στο όνομα κάποιου, με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, αυτός είναι ο δικαιούχος του και έχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του, συνεπώς δε και το δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως, για παράβαση του άρθρου 28 παρ. 1 δ' του ανωτέρω νομοθετήματος, που διώκεται, κατ' άρθρο 29 του ίδιου νόμου, κατ' έγκληση. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης......"