Απόφαση δικαστηρίου γιά Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Απόφαση υπ΄ αριθ. 2341 / 2007 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
".... Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ΄αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται : α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος της εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, δ) έλλειψη αντίστοιχου διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και ε) γνώση του εκδότη της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 11 του ν.5960/1933, αυτός που έθεσε υπογραφή σε επιταγή ως αντιπρόσωπος προσώπου, για το οποίο δεν είχε την εξουσία να ενεργήσει, υποχρεούται αυτός ο ίδιος από την επιταγή και αν πλήρωσε, έχει τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε εκείνος που φέρεται ότι εκπροσωπήθηκε. Η ως άνω διάταξη η οποία θεσπίζει τη βαριά ευθύνη αυτού που υπέγραψε με τη δική του υπογραφή ως δήθεν αντιπρόσωπος και η οποία (ευθύνη) γεννάται είτε ελλείπει παντελώς η εξουσιοδότητη είτε έγινε υπέρβαση αυτής, χωρίς να παραβλέπεται έτσι η εγκυρότητα του τίτλου, εφόσον στην επιταγή εμφανίζεται η υπογραφή του, αποτελεί παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 231 του ΑΚ, κατά την παρ. 3 του οποίου ο αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση, αν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία αντιπροσώπευσης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ΄ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε......."