Απόφαση δικαστηρίου γιά Καθυστέρηση ασφαλιστικών εισφορών
Απόφαση υπ΄ αριθ. 2 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....ΕΠΕΙΔΗ, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967 τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις ποινές, που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτούς (εργατικές) με σκοπό αποδόσεως τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών τών ασφαλισμένων, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή τών μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό τών οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως Ι.Κ.Α. ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος τού μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 τού Α.Ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος τού επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ' ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967 αποφάσεως (καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ) πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν, τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων που είναι η απασχόληση κατά συγκεκριμένο χρόνο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ασφαλισμένου στον ως άνω Οργανισμό προσωπικού, από τον οποίο (χρόνο απασχολήσεως) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές τού προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ ΑΠ 1/1996) καθώς και αναφορά, αν πρόκειται για προσωπική (ατομική) ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή τής τελευταίας και η θέση τού κατηγορουμένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει η ιδιότητα του φερόμενου ως υπόχρεου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών η αιτιολογία της αποφάσεως είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Τέλος, η απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' τού ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που αν αληθεύουν, συνεπάγονται την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, του αποκλεισμού ή την μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, εφόσον όμως περιέχουν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν αυτούς......"