Απόφαση δικαστηρίου γιά Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
Απόφαση υπ΄ αριθ. 1204 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Στην παράγραφο 1 του άρθρου 99 του Ν. 2696/1999 ορίζεται ότι απαγορεύεται η παραχώρηση της οδήγησης οδικού οχήματος σε πρόσωπο το οποίο δεν έχει την κατά περίπτωση νόμιμη άδεια οδήγησης, ως και το τυχόν απαιτούμενο πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας ή σε πρόσωπο του οποίου τα στοιχεί αυτά έχουν αφαιρεθεί για οποιαδήποτε παράβαση...... Στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου του άνω νόμου ορίζεται ότι αυτός που παραβαίνει τις διατάξεις της παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση ενός (1) μέχρι έξι (6) μηνών. Κατά τα οριζόμενα δε στο άρθρο 94 παρ. 3 του ν. 2696/1999 απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών α) από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους του παρόντος άρθρου....β) από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική ειδική άδεια ή ισχύον ελληνικό πιστοποιητικό, τα οποία απαιτούνται, σύμφωνα με τις ειδικές προς τούτο διατάξεις για την οδήγηση ειδικών κατηγοριών οδικών οχημάτων, πέραν της απαίτησης όπως τα πρόσωπα αυτά κατέχουν την προβλεπόμενη στην προηγούμενη περίπτωση α' της παρούσας παραγράφου άδεια οδήγησης.
Περαιτέρω κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άνω άρθρου 94 αυτού του νόμου, δεν υπάγονται στις απαγορεύσεις της περ. α' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου α)......β) οι κάτοχοι ισχύοντος διεθνούς πιστοποιητικού πορείας (διεθνούς αδείας) το οποίο έχει εκδοθεί από άλλα κράτη (εκτός Ελλάδος), γ) οι κάτοχοι ισχύουσα αδείας οδήγησης, η οποία έχει εκδοθεί από κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα οποία η Ελλάδα έχει συνάψει ειδική συμφωνία η οποία έχει κυρωθεί με νόμο, καθώς και οι κάτοχοι ισχύουσας αδείας οδήγησης κατά τα οριζόμενα σε διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες που ισχύουν στην Ελλάδα και έχουν κυρωθεί με νόμο. Εξ άλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και στην περίπτωση που αυτή είναι τυπική, όπως είναι και εκείνη που δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία αλλά το δικαστήριο περιορίζεται να αναφερθεί με τυπικές φράσεις στο διατακτικό της αποφάσεως που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού καθ' εαυτή δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Και μόνο όταν στο διατακτικό δεν διαλαμβάνονται τέτοια περιστατικά η αιτιολογία, στην οποία επάνω λαμβάνεται το διατακτικό, είναι ελλιπής. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το αιτιολογικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες ή αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως......."