Απόφαση δικαστηρίου γιά Μαστρωπεία
Απόφαση υπ΄ αριθ. 836 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατ' άρθρον 349 §3 εδ. α' Π.Κ. όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην καθ' οιονδήποτε τρόπο (παροτρύνσεις, πιέσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων κλπ) παρακίνηση της γυναίκας που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσης ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν πλείονες γυναίκες θύματα (εκ της χρήσεως του όρου "γυναίκες", δεν προκύπτει το αντίθετο), ούτε η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών, είναι όμως αναγκαίο να μην είναι ήδη πόρνη και επομένως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της μαστροπείας είναι η προαγωγή στην πορνεία να αφορά γυναίκα που δεν είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε πλείονα πρόσωπα άνευ εκλογής δηλ. η παροχή κατά συνήθεια σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό προσώπων, αντί χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγή στην πορνεία πρέπει επίσης να γίνεται κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία. Κατ' επάγγελμα ενεργεί ο δράστης όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, από κερδοσκοπία δε ενεργεί ο δράστης με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους ή ενός αθεμίτου κέρδους θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξαρτήτως της επιτεύξεώς του. Η τέλεση της πράξεως και κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία δεν αποκλείεται.
Εξ άλλου η απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 §5 Ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο, αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενκά κατά το είδος των χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα......."