Απόφαση δικαστηρίου γιά Νομιμοποίηση εσόδων
Απόφαση υπ΄ αριθ. 696 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"...Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 "για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν.3424/2005, με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνης ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, νοείται η διαδικασία μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Για να μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μια άλλη εγκληματική δραστηριότητα, η οποία περιγράφεται στο νόμο ως βασικό έγκλημα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα εγκλήματα που προβλέπονται από τα άρθρα 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 1 περίπτ. α' εδαφ. αιζ του Ν.2331/1925 που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του Ν.2479/1997).
Από την ανωτέρω διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.2331/1995 συνάγεται με σαφήνεια ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με το δράστη του επόμενου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών, μόνο στην περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και τούτο γιατί αναφέροντας ο νόμος την παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, προφανώς εννοεί τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας από τις πράξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, με αποτέλεσμα να αποκλείεται εκ των πραγμάτων η ταύτιση του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη του επόμενου εγκλήματος της νομιμοποίησης. Επομένως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αφού ο νόμος δεν διακρίνει και επιπλέον χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα, οπότε στην περίπτωση αυτή πρόκειται για πραγματική συρροή μεταξύ του βασικού εγκλήματος και του εγκλήματος της νομιμοποίησης και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι πράξεις της νομιμοποίησης αποτελούν με τιμωρητές ύστερες πράξεις, όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλά βασικά εγκλήματα τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Ούτε, όμως, και περί απορροφήσεως μπορεί να γίνει λόγος, γιατί η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη και συνιστά απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίηση του με την προηγούμενη πράξη κτηθέντος, χωρίς να προσβάλλονται άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας, γιατί τότε μόνο η εφαρμογή της πρώτης προβλέψεως καλύπτει όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Το ότι ακολούθως οι Ν.3424/2005 και 3691/2008 όρισαν, ο μεν πρώτος στο άρθρο 3 παρ. 1δ', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης, ο δε δεύτερος στο άρθρο 45 παρ. 1ε', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος, δεν σημαίνει ότι οι ανωτέρω νόμοι θέσπισαν για πρώτη φορά τις προϋποθέσεις ταύτισης του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποίησης, αλλά απλώς οι νόμοι αυτοί περιέλαβαν ρητώς στις διατάξεις τους τις ως άνω προϋποθέσεις, οι οποίες υπό την προηγούμενη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.2331/1995 θεωρούνταν αυτονόητες. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προϋποθέτει, αντικειμενικώς μεν (εναλλακτικά), την αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιαδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικώς δε δόλο έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτήν περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή και εδώ για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της προέλευσης της περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη. Στο νόμο διευκρινίζεται αναλυτικά τί νοείται με τους όρους "εγκληματική δραστηριότητα" και "περιουσία", στην έννοια δε της τελευταίας περιλαμβάνεται και το χρήμα υπό υλική ή άϋλη μορφή, ενώ στην έννοια της πρώτης περιλαμβάνονται τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν.2331/1995 (βασικά εγκλήματα), στα οποία περιλαμβάνονται όπως αναφέρθηκε (περίπτ. α' εδαφ. αιζ) και αυτά των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα (παθητική δωροδοκία, ενεργητική δωροδοκία και δωροδοκία δικαστή, παθητική και ενεργητική), ενώ τα ίδια εγκλήματα περιλήφθησαν και στο άρθρο 3 περίπτ. γ', δ' και ε' του Ν.3691/2008. Με την ενδιάμεση ρύθμιση του Ν.3424/2005 περιλήφθηκε στα βασικά εγκλήματα μόνο η παθητική δωροδοκία (άρθρο 2 περίπτ. α' εδαφ. δδ'), στην έννοια, όμως της οποίας περιλαμβάνεται και η παθητική δωροδοκία δικαστή, ως ειδικότερη μορφή παθητικής δωροδοκίας, η αναφορά δε μόνο της παθητικής δωροδοκίας έγινε για να αποκλειστεί η ενεργητική δωροδοκία, προφανώς ως μη αποφέρουσα εισόδημα στον δράστη αυτής και όχι για να αποκλειστεί και άλλη (ειδικότερη) μορφή παθητικής δωροδοκίας.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 13 περίπτ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας .Ειδικώς προκειμένου περί αντιφάσεως, αυτή μπορεί να υπάρχει είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, γιατί προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και το δεύτερο πρέπει να στηρίζει το πρώτο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός καθίσταται αόριστος και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αν, όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι σαφής και ορισμένος κατά τα άνω και δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψή του, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση σ' αυτόν συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Μεταξύ των ως άνω ισχυρισμών περιλαμβάνονται και εκείνοι που αφορούν στη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 του ΠΚ, οι οποίοι είναι ορισμένοι όταν παρατίθενται όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί η επίκληση μόνο της νομικής διάταξης που προβλέπει την αντίστοιχη ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο αυτή είναι γνωστή στη νομική ορολογία. Επίσης λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. Ι στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Η' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νομός (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο, παρόλο που συντρέχουν οι όροι άσκησής της (αρνητική υπέρβαση)......."