Απόφαση δικαστηρίου γιά Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος
Απόφαση Α.Π. 357/2009 (απόσπασμα)
".... Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 394 παρ.1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλο τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος, από το οποίον προέρχεται το πράγμα".
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, το οποίο είναι ιδιώνυμο, αυτοτελές και υπαλλακτικώς μικτό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η με ένα από τους ανωτέρω αναφερόμενους τρόπους τέλεση αυτού και προέλευση του πράγματος από αξιόποινη πράξη, που προσβάλλει, έστω και εμμέσως, ξένη περιουσία, με την έννοια ότι αρκεί κάθε εγκληματική πράξη, η οποία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συστηματική της τοποθέτηση, πρακτικώς προσβάλλει ξένα περιουσιακά δικαιώματα, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και τη θέληση αυτού, παρά την ενδεχόμενη εγκληματική προέλευση του πράγματος, να πραγματώσει με ένα από τους αναφερόμενους τρόπους την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Ο δόλος αυτός διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά, που καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αποδεχόμενος έχει γνώση ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής του. Δηλαδή ο αποδέκτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει από ποια ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει την παράνομη προέλευσή του. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι, για να είναι κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τις συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της, από αξιόποινη πράξη, προελεύσεως του πράγματος. Ο υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος του άρθρου 394 του ΠΚ τιμωρείται και αν ακόμη ο δράστης του βασικού εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται δεν είναι τιμωρητέος, όχι μόνο όταν υφίσταται προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, αλλά και όταν ελλείπει ή καταλύεται συστατικός όρος του εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται. ......"