Απόφαση δικαστηρίου γιά Καταλογισμός
Απόφαση υπ΄ αριθ.792 / 2008 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά το άρθρο 34 του ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ. 1 του ΠΚ, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνείδησης περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό, να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη στη μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στο δράστη, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει, προκειμένου περί καταδικαστικής απόφασης, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός με την παραπάνω έννοια είναι και ο περί έλλειψης ή μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αφού, σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη ή την επιβολή μειωμένης ποινής αντιστοίχως. Για την πληρότητα όμως του ισχυρισμού αυτού, δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να επικαλεσθεί τις σχετικές μόνο διατάξεις του ΠΚ, αλλά πρέπει και να αναφέρει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, επί των οποίων θεμελιώνει κάθε περίπτωση νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνειδήσεως, ώστε ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση αυτών να κρίνει, αν συντρέχει περίπτωση έλλειψης ή ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό. Μόνη η επίκληση των παραπάνω διατάξεων του ΠΚ ή των εννοιών που αναφέρονται σ' αυτές δεν συνιστά παραδεκτή προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού περί ελλείψεως ή περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ώστε το δικαστήριο να πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. ....."