Απόφαση δικαστηρίου γιά Βία σε αγωνιστικούς χώρους
Απόφαση Α.Π. 492/2010 (απόσπασμα)
".... Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με πρόστιμο. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας του κατά οποιονδήποτε τρόπο, η διαφοροποίηση δε αυτή προσδιορίζεται από το δικαστήριο, αναλόγως των ειδικών περιστατικών τα οποία προβάλλονται και γίνονται αποδεκτά. Η συνδρομή δε των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση εν όψει της διαβαθμίσεως της σωματικής βλάβης, αναλόγως της σπουδαιότητάς της σε απλή, σε εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης έχει επιπόλαιες συνέπειες και σε ασήμαντη, η οποία είναι αυτή που έχει ήπιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κακώσεως ή της βλάβης της υγείας του παθόντος προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1646/1986 "Μέτρα πρόληψης και καταστολής της βίας στους αθλητικούς χώρους και άλλες διατάξεις", που εφαρμόσθηκε εν προκειμένω ως εκ του χρόνου τελέσεως των αποδιδομένων πράξεων, όποιος μέσα ή γύρω από κάθε είδους αθλητικούς ή ιπποδρομικούς χώρους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στις κερκίδες κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης, α) ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιοδήποτε αντικείμενο, β) εισέρχεται χωρίς δικαίωμα στον αγωνιστικό χώρο με σκοπό να παρακωλύσει την ομαλή τέλεση της αθλητικής εκδήλωσης, γ) βιαιοπραγεί κατά άλλου ανεξάρτητα αν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, δ) εξυβρίζει, ε) κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορεί να προκαλέσουν σωματικές βλάβες... τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και σε χρηματική ποινή, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη. Κατά την παράγραφο 2 του άνω άρθρου του νόμου αυτού, η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν οι πράξεις της παραγράφου 1 τελεστούν α) στους παραπάνω χώρους πριν από την έναρξη της αθλητικής εκδήλωσης αφού όμως άρχισαν να συγκεντρώνονται οι θεατές, ή μετά τη λήξη της, σε χρόνο όμως που οι θεατές δεν έχουν ακόμη διαλυθεί και β) μακριά από τους χώρους αυτούς είτε εν όψει είτε ύστερα από κάποια αθλητική εκδήλωση.
Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι η τέλεση της πράξεως του άρθρου 1 του ν. 1646/1986, με τον ειδικότερο τρόπο της κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδηλώσεως εισόδου κάποιου χωρίς δικαίωμα στον αγωνιστικό χώρο με σκοπό να παρακωλύσει την ομαλή τέλεση της αθλητικής εκδηλώσεως, είναι αξιόποινη όταν ο δράστης εισέρχεται εντός του αγωνιστικού χώρου κατά τη διάρκεια του αγώνα και όχι μετά τη λήξη του. Επομένως η τέτοια είσοδος στον αγωνιστικό χώρο όταν έχει λήξει ο αγώνας που αφορά η αθλητική εκδήλωση έστω και σε χρόνο που οι θεατές δεν έχουν ακόμη διαλυθεί δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει το σχετικό ποινικό αδίκημα. Βιαιοπραγία δε κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 1646/1986 αποτελεί κάθε παράνομη ενέργεια εναντίον προσώπου εκδηλουμένη με υλική δύναμη και τείνουσα στην κακοποίηση του σώματος είτε στην προσβολή της ελευθερίας, είτε της τιμής του καθού στρέφεται προσώπου και είναι αδιάφορο εάν επήλθε πράγματι σωματική κάκωση. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Η άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον ίδιο ή τον συνήγορο του κατηγορουμένου και τείνουν στην άρση του αδίκου της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν αποδίδεται στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. ......"