Σύμφωνα με το άρθρο 31 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:
Αρθρο 31.
1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί:
α) προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης
β) προανάκριση, για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξη. Μπορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή ένας από τους αντιεισαγγελείς που υπάγονται σ` αυτόν κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης και να ενημερώνεται οποτεδήποτε ως προς τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση.
"2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί.
Εχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα Αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως άνω δικαιώματά του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το
άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση.
Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω δικαιώματά του.
Οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περιπτώσεις γ`, δ` και ε` εφαρμόζονται αναλόγως.
Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς
την εξέτασή του."
"3. Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 36 πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως τρεις το πολύ μήνες ή, εφόσον η φύση της υπόθεσης ή της πράξης που πρέπει να διενεργηθεί το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα, με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών κατά περίπτωση."
Εν συνεχεία να πούμε ότι κατά το άρθρο 43 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:
"`Εναρξη ποινικής δίωξης
«1.0 εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α` 296) και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση.
2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα.
3. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής
δίωξης.
4. Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση.
5. Ο αρμόδιος εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο μόνον όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν κατά την κρίση του την επανεξέταση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή καλεί το μηνυόμενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση να παράσχει εξηγήσεις.»
Απόσπασμα Απόφασης
Αριθμός 1575/2012 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ- (ΣΤ` Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο)
"......
Από το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η προκαταρκτική εξέταση, μετά αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις των ετών 2003, 2005 και 2010 και όπως διαμορφώθηκε με το νέο ν. 4055/ 2012, καταστάσα υποχρεωτική μάλιστα επί κακουργημάτων για να κινηθεί ποινική δίωξη, αυτή αναβαθμίστηκε, ενεργείται πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, όπως και η ανάκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241 του ΚΠΔ και συνιστά βασικό στάδιο της προδικασίας, κατά το οποίο χρησιμοποιούνται όλα τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 178 ΚΠΔ, αποσκοπεί δε στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για να ασκηθεί ή όχι ποινική δίωξη και ασκείται ποινική δίωξη μόνον αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος. Προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση, από πλευράς τρόπου ενεργείας και σκοπού, ταυτίζονται πλέον.
Στην προανάκριση υπάρχουν κατηγορούμενοι, ενώ στην προκαταρκτική εξέταση υπάρχουν ύποπτοι οι οποίοι καλούνται να δώσουν κάποιες εξηγήσεις, όμως, μπορούν να αρνηθούν ακόμα και την παροχή των αιτουμένων εξηγήσεων, έχουν δε όλα τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, όπως, να παρίστανται με συνήγορο ή να εκπροσωπούνται από συνήγορο, να λαμβάνουν αντίγραφα της μήνυσης ή έγκλησης και όλων των εγγράφων της δικογραφίας, το δικαίωμα παροχής 48ωρης προπαρασκευαστικής προθεσμίας με δυνατότητα παράτασης, δικαίωμα πρότασης μαρτύρων κ.λπ. Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία πλέον έχει δικαιοδοτικό και όχι απλώς διοικητικό χαρακτήρα, ο ενεργών αυτήν, εισαγγελέας ή ανακριτικός υπάλληλος, μετά από έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα, δύναται να προσφύγει σε όλα τα κατά το άρθρο 178 και 253 ΚΠΔ αποδεικτικά μέσα και σε όλες τις από τον ΚΠΔ προβλεπόμενες ανακριτικές πράξεις, όπως είναι πχ. οι έρευνες και οι κατασχέσεις (και άρση κατάσχεσης), η πραγματογνωμοσύνη, η διαβίβαση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής κ.λπ., εκτός από εκείνες που δε συμβιβάζονται με τη φύση της προκαταρκτικής εξέτασης, όπως είναι η σύλληψη του υπόπτου και η λήψη απολογίας.
Περαιτέρω, παρά τον παραπάνω νέο αναβαθμισμένο χαρακτήρα της προκαταρκτικής εξέτασης, της κατάργησης πλέον της μυστικότητας της προκαταρκτικής εξέτασης, με την παροχή όλων των δικαιωμάτων στον ύποπτο, από όλες τις παραπάνω αναφερθείσες διατάξεις που προβλέπουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προκύπτει, τόσο από τη σαφή γραμματική διατύπωση των διατάξεων αυτών, όπως διαμορφώθηκαν με τον νέο ν. 4055/2012 (άρθρα 47, 108, 204 και 307 του ΚΠΔ), όσο και από το πνεύμα του νομοθέτη, η προκαταρκτική εξέταση να είναι συνοπτική και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 36 πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης, να μη μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, ήτοι να περατούται σε σύντομο χρόνο, δικαιολογείται η διαφοροποίηση της θέσης του δηλώσαντος παράσταση πολιτικής αγωγής στην προκαταρκτική εξέταση, από εκείνη στην προανάκριση ή την ανάκριση και επομένως ο νομότυπα δηλώσας με την έγκληση ή τη μήνυση ή και αργότερα παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την προκαταρκτική εξέταση, δεν καθίσταται διάδικος και δεν έχει τα ίδια δικαιώματα, ύστερα από την κλήση του υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων, που έχει ο πολιτικώς ενάγων, όταν ενεργείται προανάκριση ή κυρία ανάκριση, διότι τότε υπάρχει κατηγορούμενος.
Αν ο νομοθέτης ήθελε το αντίθετο, θα τροποποιούσε ρητά, με τον τροποποιητικό ν. 3160/2003 ή το ν. 3346/2005, άρ.5 και με τον άνω πρόσφατο ν. 4055/2012, τις παραπάνω διατάξεις, όπως και εκείνη του άρθρου 31 παρ.2 και 108, που ρύθμισε την προκαταρκτική εξέταση και δίδει δικαιώματα σαφώς μόνο στον καθιστάμενο ύποπτο, όχι δε και στον δηλώσαντα προ της ασκήσεως ποινικής δίωξης πολιτικώς ενάγοντα, πριν ο ύποπτος καταστεί κατηγορούμενος. Από την πλευρά του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής προ της ασκήσεως ποινικής δίωξης, τα δικαιώματά του σαφώς προσδιορίζονται στο άρθρο 108 του ΚΠΔ, εκείνα των άρθρων 101, 104, 105 και 106, και μπορεί να τα ασκήσει, με αφετηριακό χρονικό σημείο, που ορίζεται επίσης ρητά από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα κληθεί σε απολογία ή θα εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής, που προϋποθέτουν όμως ασκηθείσα ποινική δίωξη και όχι όταν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση, που έχουμε απλώς κλήση προς εξέταση υπόπτου προσώπου, που δίδει απλώς έγγραφες εξηγήσεις και επομένως ο πολιτικώς ενάγων δεν έχει τα δικαιώματα αυτά πριν ασκηθεί δίωξη, όταν έχει διαταχθεί και διενεργείται προκαταρκτική εξέταση.
Μάλιστα ρητά προβλέπει το διορισμό τεχνικών συμβούλων εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος, σε σοβαρά εγκλήματα, ήτοι μόνον όταν διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα. Τούτο δε, δεν οφείλεται σε αβλεψία του νομοθέτη, ούτε υφίσταται νομοθετικό κενό προς ρύθμιση και αναλογική ερμηνεία και εφαρμογή, γιατί επί προκαταρκτικής εξέτασης ο νομοθέτης δε θέλησε τη χορήγηση και στον πολιτικώς ενάγοντα των ιδίων δικαιωμάτων που δίδει σε αυτόν μετά την άσκηση ποινικής δίωξης (άρ.108), και επί προκαταρκτικής εξετάσεως, διότι στοχεύει στη σε σύντομο χρόνο εκκαθάριση της ποινικής διαφοράς και στο να αποφεύγονται άσκοπες ποινικές διώξεις που υπερφορτώνουν την ποινική διαδικασία και στο να προστατεύεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η προσωπικότητα του κάθε μηνυόμενου πολίτη, όπως απαιτεί και το τεκμήριο αθωότητας, κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά την οποία ο καταμηνυόμενος ή εγκαλούμενος είναι απλώς ύποπτος και δεν καθίσταται κατηγορούμενος, αν δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις. ........."