Απόφαση δικαστηρίου γιά Καταδολίευση δανειστών
Απόφαση υπ΄ αριθ.866 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά τη διάταξη του άρθρου 397 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του βλάπτοντας, καταστρέφοντας η καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη μορφή σύμφωνα με άλλη διάταξη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών μπορεί να τελεστεί με τέσσερις τρόπους ήτοι α) με βλάβη, καταστροφή ή εκμηδένιση της αξίας οπουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, β) με απόκρυψη τέτοιου στοιχείου, γ) με απαλλοτρίωση χωρίς ισάξιο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και δ) με δημιουργία ψευδών χρεών ή ψευδών δικαιοπραξιών από τον οφειλέτη. Ψευδής δικαιοπραξία είναι και η εικονική, δηλαδή αυτή που δεν γίνεται στα σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά (άρθρο 138 παρ. 1 ΑΚ). Οι πιο πάνω τρόποι τελέσεως δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Αντιφάσκουν δε μεταξύ τους η απαλλοτρίωση χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα ή οποία είναι αληθής δικαιοπραξία και η δημιουργία ψευδών δικαιοπραξιών, όπως είναι η εικονική.
Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ' έγκληση, όπως είναι και η καταδολίευση δανειστών, εφ' όσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του πρέπει η καταδικαστική απόφαση να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος εις έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθεται ο χρόνος γνώσεως της πράξεως που τελέστηκε και του προσώπου του δράστη από το πρόσωπο που δικαιούται εις έγκληση δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1304/ 2006). Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης......"
Απόφαση υπ΄ αριθ.866 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά τη διάταξη του άρθρου 397 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του βλάπτοντας, καταστρέφοντας η καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη μορφή σύμφωνα με άλλη διάταξη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών μπορεί να τελεστεί με τέσσερις τρόπους ήτοι α) με βλάβη, καταστροφή ή εκμηδένιση της αξίας οπουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, β) με απόκρυψη τέτοιου στοιχείου, γ) με απαλλοτρίωση χωρίς ισάξιο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και δ) με δημιουργία ψευδών χρεών ή ψευδών δικαιοπραξιών από τον οφειλέτη. Ψευδής δικαιοπραξία είναι και η εικονική, δηλαδή αυτή που δεν γίνεται στα σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά (άρθρο 138 παρ. 1 ΑΚ). Οι πιο πάνω τρόποι τελέσεως δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Αντιφάσκουν δε μεταξύ τους η απαλλοτρίωση χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα ή οποία είναι αληθής δικαιοπραξία και η δημιουργία ψευδών δικαιοπραξιών, όπως είναι η εικονική.
Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ' έγκληση, όπως είναι και η καταδολίευση δανειστών, εφ' όσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του πρέπει η καταδικαστική απόφαση να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος εις έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθεται ο χρόνος γνώσεως της πράξεως που τελέστηκε και του προσώπου του δράστη από το πρόσωπο που δικαιούται εις έγκληση δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1304/ 2006). Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης......"