Απόφαση δικαστηρίου γιά Κλοπή
Απόφαση υπ΄ αριθ. 393 / 2010 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
"....Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται αφαίρεση με θετική ενέργεια του δράστη, από την κατοχή άλλου κινητού πράγματος προς το σκοπό της παράνομης δηλαδή χωρίς δικαίωμα, ιδιοποίησης του. Η έννοια της κατοχής εκφράζει τη φυσική εξουσίαση κάποιου προσώπου σε σχέση με ένα πράγμα. Έτσι το έγκλημα της κλοπής θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου, θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία έστω και για ελάχιστο χρόνο. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Το έγκλημα της κλοπής μπορεί να τελεσθεί και με τη μορφή της απόπειρας, όταν ο δράστης τελεί πράξη που συνιστά αρχή εκτέλεσης. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1β ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως. Για τη θεμελίωση άμεσης συνέργιας, πρέπει, με βάση τον περιορισμένο παρακολουθηματικό χαρακτήρα της συμμετοχής η κύρια πράξη του αυτουργού να είναι άδικη και να πληροί τα αντικειμενικά στοιχεία και να παρέχεται από αυτόν που παρέχει την άνω συνδρομή άμεση εκ δόλου υποστήριξη της κύριας πράξεως με άμεσα προς αυτήν συνδεόμενη βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα που διαπράττει ο αυτουργός έτσι ώστε χωρίς αυτήν να μην είναι δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε.
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β του προηγουμένου άρθρου παρείχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της αδίκου πράξεως που διέπραξε τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Για τη στοιχειοθέτηση επομένως απλώς συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιοποίνου πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεση της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο όμως περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά με βαθμό πληρότητας τέτοιο που να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, από τι η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. ....."