Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας σχετικά με διατροφή της συζύγου εν διαστάσει, όπου στην εν λόγω δίκη ο εναγόμενος παραστάθηκε μετ΄ εμού ως πληρεξούσιου δικηγόρου του.
"...Όμως ο εναγόμενος θα πρέπει να καταβάλει ως διατροφή μόνο το ποσό των 100,00 ΕΥΡΩ μηνιαία για χρονικό διάστημα δύο ετών, από την επίδοση της αγωγής, εκτός εάν ..στο μεταξύ η λύση του γάμου καταστεί αμετάκλητη, οπότε η παρούσα απόφαση θα αποβάλει την ισχύ της, ενώ για το υπόλοιπο θα πρέπει η ενάγουσα να αποταθεί προς συμπλήρωση του στα τέκνα της, τα οποία είναι ενήλικα και εργάζονται και μπορούν να της το παράσχουν είτε με τη μορφή οικονομικής βοήθειας, είτε με το να της παραχωρήσουν στέγη και τροφή στις οικίες τους, κατά ουσιαστική παραδοχή της ένστασης παραπομπής που προέβαλε ο εναγόμενος...."
"...Όμως ο εναγόμενος θα πρέπει να καταβάλει ως διατροφή μόνο το ποσό των 100,00 ΕΥΡΩ μηνιαία για χρονικό διάστημα δύο ετών, από την επίδοση της αγωγής, εκτός εάν ..στο μεταξύ η λύση του γάμου καταστεί αμετάκλητη, οπότε η παρούσα απόφαση θα αποβάλει την ισχύ της, ενώ για το υπόλοιπο θα πρέπει η ενάγουσα να αποταθεί προς συμπλήρωση του στα τέκνα της, τα οποία είναι ενήλικα και εργάζονται και μπορούν να της το παράσχουν είτε με τη μορφή οικονομικής βοήθειας, είτε με το να της παραχωρήσουν στέγη και τροφή στις οικίες τους, κατά ουσιαστική παραδοχή της ένστασης παραπομπής που προέβαλε ο εναγόμενος...."
Αριθμός απόφασης:....50/2006
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΚΑΒΑΛΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή ......... Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος
Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα ..............
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο
ακροατήριο του, στην Καβάλα, την ... .......
2006 για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ΧΧΧΧ .του ........, κατοίκου Καβάλας,
η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της
..................-
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ΨΨΨΨ του
......., κατοίκου Καβάλας, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο
Δικηγόρο του Γεώργιο Γιαγκουδάκη.-
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον
αυτού του Δικαστηρίου την από .......2005 (αριθ. Καταθ. ......./........-2005) αγωγή.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν
στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.-
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
1389, 1390 και 1391 του Α.Κ. (όπως έχουν μετά τον ν. 1329/1983) συνάγεται ότι οι
σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις
του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Στην υποχρέωση αυτή, το μέτρο
της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, περιλαμβάνονται
ειδικότερα, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση
αυτών για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή στη λειτουργία
του κοινού οίκου. Η συνεισφορά αυτή των συζύγων γίνεται με την προσωπική τους εργασία,
τα εισοδήματα και την περιουσία τους. Όταν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, οπότε δεν
υπάρχει κοινός οίκος και οικογενειακές ανάγκες, παύει μεν η υποχρέωση συνεισφοράς
διότι δεν είναι νοητή, αλλά ο σύζυγος που
διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία ή
εγκαταλείφθηκε από τον άλλο δικαιούται να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή
σε χρήμα, προκαταβαλλόμενη κάθε μήνα, με τις ίδιες προϋποθέσεις που δικαιούνταν
κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, με τη διαφορά ότι ενώ όταν υπάρχει συμβίωση οι υποχρεώσεις
συνεισφοράς δεν συμψηφίζονται, αλλά εκπληρώνονται αθροιστικά, όταν διακοπεί η συμβίωση
χωρεί ένα είδος συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, με την έννοια
ότι δικαιούχος τελικά είναι μόνο ο σύζυγος ο οποίος υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης
οφείλει τη μικρότερη συνεισφορά και στον οποίο, εφόσον διέκοψε την έγγαμη συμβίωση
για εύλογη αιτία ή εγκαταλείφθηκε από τον άλλο σύζυγο, οφείλεται ως διατροφή (σε
χρήμα) η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του
μικρότερης συνεισφοράς (βλ. Ματθία, Η συμβολή των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες
και η αξίωση διατροφής, ΝοΒ 31 σελ. 1484 - ΑΠ 613/1999 Ελ.Δικ. 41,71 - ΑΠ
804/1992 Ελ.Δικ. 35,108 - Α.Π. 1714/1984 Ελ.Δικ. 26, 431 - Εφ.ΑΘ. 6588/1998 Ελ.Δικ.
28,151).
Το ότι για την λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται
σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν
δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον νια την έρευνα της υπαιτιότητας.
Το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα
υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση (ΑΠ 1751/1999 ΕλλΔνη 41,987, ΑΠ 1260/1999 ΕλλΔνη
42,396, ΕφΑΘ 9372/1996 ΕλλΔνη 38,1610, ΕφΑΘ 1139/1995 ΕλλΔνη 39,150 και εκεί περαιτέρω
παραπομπές, Σ. Ματθία παρατηρήσεις στην ΕλλΔνη 27, 1305 επ. ο ίδιος παρατηρήσεις
κάτω από την ΑΠ 618/1992 ΕλλΔνη 34,1285, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ζητήματα αντικειμενικού
κλονισμού στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο του διαζυγίου, ΕλλΔνη 34, σελ. 1218 επομ.,
ιδία σελ. 1219 και εκεί παραπομπές). Συνέπεια τούτου είναι η απόφαση που
κηρύσσει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο, ούτε ως προς την ύπαρξη
καθεαυτή των επιμέρους πραγματικών περιστατικών που έφεραν τον κλονισμό της
έγγαμης σχέσης, αφού το δεδικασμένο αφορά την έννομη σχέση ή το δικαίωμα που
κρίθηκε τελεσίδικα (ΚΠολΔ 322 και 324), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας
ως προς τον κλονισμό αυτό, ακόμα κι αν ο λόγος του διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου
(ΕφΘεσ 619/1995 Αρμ. ΜΘ, 1444, ΕφΠειρ 178/1990 ΕλλΔνη 33,407, Κουνουγερη- Μανωλεδακη
ο.π. σελ. 1219). Συνεπώς, από την απόφαση του διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό από
τυχόν υπαίτιο κλονιστικό γεγονός δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς το θέμα της υπαιτιότητας
που ενδέχεται να ανακύψει, ενόψει της διατάξεως του 1444 παρ. 1 ΑΚ, στη δίκη της
διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 του ίδιου Κώδικα (ΕφΠειρ
178/1990 ΕλλΔνη 33,407 και εκεί παραπομπές, Σ. Ματθία ο.π. ΕλλΔνη 34,1286 και παρατηρήσεις
κάτω από ΕφΑθ 4751/1986 ΕλλΔνη 27,1305, Κουνουγερη- Μανωλεδακη ο.π. σελ. 1219),
όπως δεν παράγει δεδικασμένο στη δίκη για τη λύση του γάμου, κατ' άρθρο 1439 παρ.
1 ΑΚ, η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη διατροφής, ακόμη κι αν το δικαστήριο
έχει αποφανθεί αρμοδίως για πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν λόγο διαζυγίου,
ως αναγκαία προϋπόθεση για το δικαίωμα που έκρινε (ΑΠ 1260/1999 ο.π. 1118/1998 ΕλλΔνη
40,783). Εξάλλου, αν λυθεί ο γάμος, ύστερα από παραδοχή και των δύο, στην προαναφερόμενη
διάταξη στηριζόμενων, αγωγών, ο καθένας από τους συζύγους θεωρείται, ως προς την
παραδοχή της αγωγής του άλλου ή απόρριψη αιτήματος του, ηττημένος και σαν τέτοιος,
ενόψει των διατάξεων των άρθρων 68, 69 και 516 ΚΠολΔ, έχει πρόδηλο έννομο, υλικό
και ηθικό, συμφέρον να ζητήσει τη μεταρρύθμιση της πρωτόδικης αποφάσεως κατά τούτο
και την απόρριψη της αντίθετης αγωγής του αντιδίκου του (Α.Π 864/2004, ΝΟΜΟΣ, Α.Π
30/1993, ΔΝΗ 1995, 1076, ΑΠ 993/1991, Εφ.ΑΘ. 2840/1998, ΔΝΗ 1998, 896).
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1391 και 1392 ΑΚ, σε δίκη διατροφής μεταξύ συζύγων δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1487 εδ. α' του Κώδικα αυτού, κατά την οποία δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος, που ενόψει των λοιπών υποχρεώσεων του, δεν είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή (Α.Π 1661/1997, ΔΝΗ 1998, 1294). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ.β\ 1495 ΑΚ συνάγεται ότι ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή, αν διακόψει με δική του πρωτοβουλία την έγγαμη συμβίωση, πρέπει να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε χρήμα την οφειλόμενη διατροφή, ακόμη και αν αναγκάστηκε να προβεί στη διακοπή τής συμβίωσης από παράπτωμα τού δικαιούχου. Εάν, όμως, το παράπτωμα συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα τού δικαιούχου, ο υπόχρεος μπορεί να ζητήσει τον περιορισμό τής έκτασης τής οφειλόμενης διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή). Για τη θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού, που λειτουργεί ως ένσταση τού υπόχρεου συζύγου, απαιτείται : α) παράθεση τού παραπτώματος τού δικαιούχου συζύγου, β), προσδιορισμός τού ποσού, το οποίο κατά την άποψη τού εναγόμενου πρέπει να αποτελέσει την ελαττωμένη διατροφή τού ενάγοντος και γ) σχετικό αίτημα (βλ. ΑΠ 132/2003, ΕλλΔνη 44 [2003]. 1299 = ΝοΒ 51[2003].1635, ΑΠ 351/92, ΕλλΔνη 34[1993].1466 με Παρατηρήσεις Σ.Ματθία και ΕφΘεσ 2111/2000, Αρμ 56 [2002]. 1322). Τέλος, για να κριθεί αν υπάρχει δικαίωμα στοιχειώδους διατροφής του ενάγοντος συζύγου, πρέπει πρώτα να ερευνηθεί αν υπήρχε δικαίωμα πλήρους διατροφής με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 ΑΚ και, κατά συνέπεια, να γίνει αποτίμηση των εισοδημάτων και των δύο συζύγων (βλ. Ανδρουλιδάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 1495 αρ.16,).
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1391 και 1392 ΑΚ, σε δίκη διατροφής μεταξύ συζύγων δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1487 εδ. α' του Κώδικα αυτού, κατά την οποία δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος, που ενόψει των λοιπών υποχρεώσεων του, δεν είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή (Α.Π 1661/1997, ΔΝΗ 1998, 1294). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ.β\ 1495 ΑΚ συνάγεται ότι ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή, αν διακόψει με δική του πρωτοβουλία την έγγαμη συμβίωση, πρέπει να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε χρήμα την οφειλόμενη διατροφή, ακόμη και αν αναγκάστηκε να προβεί στη διακοπή τής συμβίωσης από παράπτωμα τού δικαιούχου. Εάν, όμως, το παράπτωμα συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα τού δικαιούχου, ο υπόχρεος μπορεί να ζητήσει τον περιορισμό τής έκτασης τής οφειλόμενης διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή). Για τη θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού, που λειτουργεί ως ένσταση τού υπόχρεου συζύγου, απαιτείται : α) παράθεση τού παραπτώματος τού δικαιούχου συζύγου, β), προσδιορισμός τού ποσού, το οποίο κατά την άποψη τού εναγόμενου πρέπει να αποτελέσει την ελαττωμένη διατροφή τού ενάγοντος και γ) σχετικό αίτημα (βλ. ΑΠ 132/2003, ΕλλΔνη 44 [2003]. 1299 = ΝοΒ 51[2003].1635, ΑΠ 351/92, ΕλλΔνη 34[1993].1466 με Παρατηρήσεις Σ.Ματθία και ΕφΘεσ 2111/2000, Αρμ 56 [2002]. 1322). Τέλος, για να κριθεί αν υπάρχει δικαίωμα στοιχειώδους διατροφής του ενάγοντος συζύγου, πρέπει πρώτα να ερευνηθεί αν υπήρχε δικαίωμα πλήρους διατροφής με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 ΑΚ και, κατά συνέπεια, να γίνει αποτίμηση των εισοδημάτων και των δύο συζύγων (βλ. Ανδρουλιδάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 1495 αρ.16,).
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα, επικαλούμενη
διακοπή της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο σύζυγο της από εύλογη γι' αυτήν
αιτία και αδυναμία να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής της, ζητεί να υποχρεωθεί
ο εναγόμενος να καταβάλλει σ' αυτήν διατροφή για χρονικό διάστημα δύο ετών από την
επίδοση της αγωγής και συγκεκριμένα να προκαταβάλλει κάθε μήνα σ' αυτήν το ποσό
των 880,00 ΕΥΡΩ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση στην πληρωμή κάθε μηνιαίας
δόσης. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και
να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Η αγωγή αυτή, για το αντικείμενο της οποίας
έχει ήδη καταβληθεί το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τα ανάλογα υπέρ τρίτων
ποσοστά (βλ. το αριθ. ........./2006 διπλότυπο είσπραξης της Α'Δ.Ο.Υ. Και
....... γραμμάτιο είσπραξης των Τ.Ν. και Τ.Α.Χ.ΔΙ.Κ), εισάγεται παραδεκτά για να
συζητηθεί στο Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο (άρθρα 16
αριθ. 10, 17 περ. 1 και 22 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων
666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681Β του
ίδιου Κώδικα) και είναι πλήρως ορισμένη, απορριπτόμενου του σχετικού περί του αντιθέτου
ισχυρισμού του εναγομένου και νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων
1391, 1392, 1496, 1498, 345, 346 του ΑΚ, 907, 910 αριθ. 4 και 176 του ΚΠολΔ και
όχι σε εκείνες που ρυθμίζουν τη διατροφή των συζύγων μετά τη έκδοση του διαζυγίου,
καθόσον η μονομερής παραίτηση του εναγομένου από την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της
με αριθμ. ....../2005 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, η
οποία έλυσε το γάμο των διαδίκων κατόπιν ασκήσεως αγωγής της ενάγουσας και ανταγωγής
του εναγομένου, λόγω κλονιστικών περιστατικών που ανάγονται σε συμπεριφορά αμφοτέρων
δεν επηρεάζει διαδικαστικά το δικαίωμα της ενάγουσας να ασκήσει ένδικα μέσα κατά
της ως άνω οριστικής απόφασης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται ειδικότερα στην ανωτέρω
σχετική μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί στη
συνέχεια ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, εφόσον έχουν προκαταβληθεί από τον
εναγόμενο και τα έξοδα της δίκης (άρθρο 173 παρ. 4 του ΚΠολΔ).
Ο εναγόμενος
με δήλωση του πληρεξουσίου του Δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την
παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου αρνήθηκε την αγωγή υποστηρίζοντας
ότι δεν είναι υπόχρεος διατροφής. Επιπλέον επικουρικά ισχυρίσθηκε : α. ότι η αγωγή
ασκείται κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της ενάγουσας, καθόσον αφενός αυτή
διέκοψε την έγγαμη τους συμβίωση από μη δικαιολογημένη αιτία αφετέρου η αξίωση της
ενάγουσας για συμβίωση ήταν καταχρηστική, β. ότι σε περίπτωση επιδίκασης διατροφής
στην ενάγουσα θα διακινδυνεύεσει η δική του διατροφή, γ. ότι μπορεί η ενάγουσα να
συντηρηθεί από τα ενήλικα τέκνα της καθόσον αυτός δεν έχει την οικονομική δυνατότητα
να συμβάλλει στη διατροφή της, δ. ότι η ενάγουσα διέκοψε την έγγαμη τους συμβίωση
όχι από εύλογη αιτία, αλλά αντίθετα η εύλογη αιτία διάζευξης συνέτρεχε στο πρόσωπο του εναγομένου, οπότε αυτή
δικαιούται ελλατωμένης, άλλως στοιχειώδους διατροφής ανερχόμενης στο ποσό των
50,00 ΕΥΡΩ μηνιαία. Απαντες οι παραπάνω ισχυρισμοί παραδεκτά προτείνονται (262 Κ.πολ.Δ),
πλην όμως οι υπό στοιχεία α' και β' είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι καθόσον αφενός
τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, αφετέρου
ο εναγόμενος σύζυγος δεν μπορεί να προβάλει την ένσταση διακινδύνευσης της δικής
του διατροφής κατά τη διάταξη του άρθρου 1487 Α.Κ, όταν ενάγεται με βάση την αγώγιμη
αξίωση της διάταξης του άρθρου 1391 Α.Κ. Κατά τα λοιπά, οι υπό στοιχεία γ' και δ'
ισχυρισμοί είναι νόμιμοι και συνιστούν ο μεν πρώτος την ένσταση παραπομπής που στηρίζεται
στη διάταξη του άρθρου 1491 Α.Κ, ο δε δεύτερος την ένσταση της ελαττωμένης διατροφής
που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ.β' και 1495 Α.Κ, θα ερευνηθούν
δε περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από τις ένορκες καταθέσεις
των μαρτύρων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά
που έχουν ίδιο αριθμό με την παρούσα απόφαση, τις ένορκες βεβαιώσεις με τον αριθμό
.../9-2-2006 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Καβάλας, που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νόμιμη
κλήτευση του εναγομένου, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό
....../6-2-2006 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καβάλας και από τα έγγραφα,
τα οποία οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, στα οποία περιλαμβάνονται
οι μαρτυρικές καταθέσεις σε πρακτικά προηγούμενων συναφών δικών των διαδίκων, καθώς
και οι εκδοθείσες αποφάσεις επ' αυτών και η με αριθμ. ......./2005 ένορκη βεβαίωση
ενώπιον της Ειρηνοδίκου Καβάλας που δόθηκε νόμιμα στα πλαίσια άλλης δίκης, τα οποία
λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα παρακάτω
πραγματικά περιστατικά :
Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις .........2003 στον Ιερό Ναό ............... στο Δ.Δ ........ του Δήμου ...., από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Στην αρχή η έγγαμη τους συμβίωση ήταν ομαλή και υπήρξε αποτέλεσμα κοινής τους συμφωνίας, ώστε αφενός η ενάγουσα, ετών 50 και στερούμενη περιουσιακών στοιχείων να τακτοποιηθεί οικονομικά, αφετέρου ο εναγόμενος, ετών 65 και χήρος με 5 ενήλικα τέκνα, εκ των οποίων τα τρία διέμεναν μαζί του να απολαμβάνει τις υπηρεσίες στον οίκο του μίας συντρόφου. Άλλωστε η γνωριμία των διαδίκων ξεκίνησε από το έτος 1996 κατά τη διάρκεια του οποίου και εφεξής η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της ως οικιακή βοηθός στην οικία του εναγομένου και στην πρώην ασθενή σύζυγο του, ο θάνατος της οποίας και οι προαναφερόμενες ανάγκες των διαδίκων αποτέλεσαν την αιτία που τους ώθησε στη σύναψη του γάμου τους. Παράλληλα ο εναγόμενος διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με μία γυναίκα, η οποία διέμενε προσωρινά στη Γερμανία και με την οποία επικοινωνούσε τακτικά τηλεφωνικά, σχέση η οποία χρονολογείται από την εποχή που ήταν παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο, και η οποία (σχέση) αποτέλεσε αιτία ερίδων μεταξύ των διαδίκων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων παρουσίασε προβλήματα και από το γεγονός ότι ο εναγόμενος άρχισε από τις αρχές του έτους 2004 να δηλώνει στην ενάγουσα ότι ήταν ανεπιθύμητη στην οικία του και ότι έπρεπε να την εγκαταλείψει για το λόγο ότι είχε διαπιστωθεί ότι ήταν φορέας χρόνιας ............., γεγονός που οδήγησε τους διαδίκους σε νέες έριδες. Η ενάγουσα από το μήνα .....του έτους 2004 αναγκάσθηκε πολλές φορές λόγω της απαξιωτικής στο πρόσωπο της συμπεριφοράς του εναγομένου να εγκαταλείψει την οικία και να διαμείνει άλλοτε σε νοσοκομεία και άλλοτε σε φιλικά σπίτια, επέστρεφε δε κάθε φορά στην οικία του εναγομένου κατόπιν προτροπών του ως « φιλοξενούμενη» και απομονωμένη σε ένα δωμάτιο της ταράτσας του οικήματος. Τελικά η ενάγουσα χολωμένη από την συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος έμπρακτα της δήλωνε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της έγγαμης τους συμβίωσης, αποχώρησε από την οικία του και έκτοτε διαμένει με ένα άλλο σύντροφο στην περιοχή ........της Καβάλας, όπου και φιλοξενείται στην οικία του. Συνεπώς, η ενάγουσα απέχει από την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία και δικαιούται, καταρχήν, διατροφής από τον εναγόμενο, εν διαστάσει σύζυγο της, μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου, το δε γεγονός της σύναψης νέας σχέσης μετά την άκρως απαξιωτική συμπεριφορά του συζύγου της που προκτεθηκε κρίνεται ως δικαιολογημένο και δεν αξιολογείται ως κλονιστικό της έγγαμης συμβίωσης τους περιστατικό, αφού, όπως προεκτέθηκε η συμβίωση τους είχε ήδη κλονιστεί ανεπανόρθωτα αποκλειστικά λόγω της συμπεριφοράς του εναγομένου, ο οποίος με τη στάση και τα λόγια του δήλωνε την απροθυμία του για συνέχιση της.
Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις .........2003 στον Ιερό Ναό ............... στο Δ.Δ ........ του Δήμου ...., από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Στην αρχή η έγγαμη τους συμβίωση ήταν ομαλή και υπήρξε αποτέλεσμα κοινής τους συμφωνίας, ώστε αφενός η ενάγουσα, ετών 50 και στερούμενη περιουσιακών στοιχείων να τακτοποιηθεί οικονομικά, αφετέρου ο εναγόμενος, ετών 65 και χήρος με 5 ενήλικα τέκνα, εκ των οποίων τα τρία διέμεναν μαζί του να απολαμβάνει τις υπηρεσίες στον οίκο του μίας συντρόφου. Άλλωστε η γνωριμία των διαδίκων ξεκίνησε από το έτος 1996 κατά τη διάρκεια του οποίου και εφεξής η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της ως οικιακή βοηθός στην οικία του εναγομένου και στην πρώην ασθενή σύζυγο του, ο θάνατος της οποίας και οι προαναφερόμενες ανάγκες των διαδίκων αποτέλεσαν την αιτία που τους ώθησε στη σύναψη του γάμου τους. Παράλληλα ο εναγόμενος διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με μία γυναίκα, η οποία διέμενε προσωρινά στη Γερμανία και με την οποία επικοινωνούσε τακτικά τηλεφωνικά, σχέση η οποία χρονολογείται από την εποχή που ήταν παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο, και η οποία (σχέση) αποτέλεσε αιτία ερίδων μεταξύ των διαδίκων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων παρουσίασε προβλήματα και από το γεγονός ότι ο εναγόμενος άρχισε από τις αρχές του έτους 2004 να δηλώνει στην ενάγουσα ότι ήταν ανεπιθύμητη στην οικία του και ότι έπρεπε να την εγκαταλείψει για το λόγο ότι είχε διαπιστωθεί ότι ήταν φορέας χρόνιας ............., γεγονός που οδήγησε τους διαδίκους σε νέες έριδες. Η ενάγουσα από το μήνα .....του έτους 2004 αναγκάσθηκε πολλές φορές λόγω της απαξιωτικής στο πρόσωπο της συμπεριφοράς του εναγομένου να εγκαταλείψει την οικία και να διαμείνει άλλοτε σε νοσοκομεία και άλλοτε σε φιλικά σπίτια, επέστρεφε δε κάθε φορά στην οικία του εναγομένου κατόπιν προτροπών του ως « φιλοξενούμενη» και απομονωμένη σε ένα δωμάτιο της ταράτσας του οικήματος. Τελικά η ενάγουσα χολωμένη από την συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος έμπρακτα της δήλωνε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της έγγαμης τους συμβίωσης, αποχώρησε από την οικία του και έκτοτε διαμένει με ένα άλλο σύντροφο στην περιοχή ........της Καβάλας, όπου και φιλοξενείται στην οικία του. Συνεπώς, η ενάγουσα απέχει από την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία και δικαιούται, καταρχήν, διατροφής από τον εναγόμενο, εν διαστάσει σύζυγο της, μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου, το δε γεγονός της σύναψης νέας σχέσης μετά την άκρως απαξιωτική συμπεριφορά του συζύγου της που προκτεθηκε κρίνεται ως δικαιολογημένο και δεν αξιολογείται ως κλονιστικό της έγγαμης συμβίωσης τους περιστατικό, αφού, όπως προεκτέθηκε η συμβίωση τους είχε ήδη κλονιστεί ανεπανόρθωτα αποκλειστικά λόγω της συμπεριφοράς του εναγομένου, ο οποίος με τη στάση και τα λόγια του δήλωνε την απροθυμία του για συνέχιση της.
Επομένως η σχετική νόμιμη ένσταση του εναγομένου περί επιδίκασης ελαττωμένης διατροφής είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με βάση τις συνθήκες της ζωής τους, όπως είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης τους και όπως ήδη έχουν διαμορφωθεί από τη χωριστή διαβίωση τους, για μεν την ενάγουσα απαιτείται, πλέον, το ποσό των 400,00 ΕΥΡΩ το μήνα, για δε τον εναγόμενο το ποσό των 400,00 ΕΥΡΩ το' μήνα. Με βάση τις οικονομικές δυνατότητες τους, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 413,00 ΕΥΡΩ για τον εναγόμενο, ο οποίος είναι συνταξιούχος του..... και δεν αποδείχθηκε ότι έχει άλλα εισοδήματα και στο ποσό των 220,00 ΕΥΡΩ μηνιαία για την ενάγουσα, η οποία λαμβάνει το ως άνω ποσό ως επίδομα αναπηρίας από την Πρόνοια και δεν έχει άλλαεισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία το ποσό που δικαιούται η ενάγουσα ως διατροφή ανέρχεται σε 180,00 ΕΥΡΩ μηνιαία. Το ποσό αυτό αποτελεί το ποσό που ο εναγόμενος θα ήταν υποχρεωμένος νασυνεισφέρει στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης τους, με μέτρο τιςσυνθήκες της οικογενειακής τους ζωής και αποτελεί τη διαφορά, πουπροκύπτει αν από τη δική του συμμετοχή στις ανάγκες εκείνηςαφαιρεθεί η δική της συνεισφορά στις ανάγκες αυτού, η οποία θα ·~καταβαλλόταν και υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως (βλ. ΕφΘεσ389/2002 Αρμ 56[2002].1614, ΕφΘεσ 2248/96 Αρμ 50[1996]. 1101,ΕφΠειρ 31/96, ΝοΒ 45[1997].615 με Παρατηρήσεις Μ.Μπράβου, ΕφΑθ12521/95, Ελλ Δνη 39[1998].153). Όμως ο εναγόμενος θα πρέπει να καταβάλει ως διατροφή μόνο το ποσό των 100,00 ΕΥΡΩ μηνιαία για χρονικό διάστημα δύο ετών, από την επίδοση της αγωγής, εκτός εάν ..στο μεταξύ η λύση του γάμου καταστεί αμετάκλητη, οπότε η παρούσα απόφαση θα αποβάλει την ισχύ της, ενώ για το υπόλοιπο θα πρέπει η ενάγουσα να αποταθεί προς συμπλήρωση του στα τέκνα της, τα οποία είναι ενήλικα και εργάζονται και μπορούν να της το παράσχουν είτε μετη μορφή οικονομικής βοήθειας, είτε με το να της παραχωρήσουν στέγη και τροφή στις οικίες τους, κατά ουσιαστική παραδοχή της ένστασης παραπομπής που προέβαλε ο εναγόμενος. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει μερικά δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει διατροφή στην ενάγουσα, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τη διάταξη της αυτή (άρθρα 907 και 910 αριθ. 4 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που έχουν ήδη προκαταβληθεί (178 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'
αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,
τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά
την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον
εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήμα για χρονικό διάστημα δύο
ετών από την επίδοση της αγωγής και συγκεκριμένα να προκαταβάλλει στην ενάγουσα
κάθε μήνα και μέσα στο πρώτο πενθήμερο αυτού, το ποσό των εκατό (100,00) ΕΥΡΩ, με το νόμιμο τόκο από την
καθυστέρηση στην πληρωμή κάθε μηνιαίας δόσης, μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ
την παρούσα, κατά την προαναφερόμενη καταψηφιστική
διάταξη της, προσωρινά εκτελεστή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ
σε βάρος του εναγομένου μέρος από τα δικαστικά
έξοδα της ενάγουσας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ΕΥΡΩ,
από τα οποία θα εκπέσει το ποσό που έχει ήδη προκαταβληθεί.
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και
δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Καβάλα την ..Μαρτίου 2006.